Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 469 - 504 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πορώδες
Αγγλικός όρος:
Porosity

Μετάφραση: Porosity
Ελληνικός όρος:
Ποσειδώνιο
Αγγλικός όρος:
Neptunium (Np)

Μετάφραση: Neptunium (Np)
Ελληνικός όρος:
Πόσιμο νερό
Αγγλικός όρος:
Drinking water

Μετάφραση: Drinking water
Ελληνικός όρος:
Ποσοστό εξασθένισης
Αγγλικός όρος:
Decay rate

Μετάφραση: Decay rate
Ελληνικός όρος:
Ποσότητα
Αγγλικός όρος:
Quantity

Μετάφραση: Quantity
Ελληνικός όρος:
Ποσότητα ύλης
Αγγλικός όρος:
Amount of substance

Μετάφραση: Amount of substance
Ελληνικός όρος:
Ποσοτικά χαρακτηριστικά
Αγγλικός όρος:
Quantitative characteristics

Μετάφραση: Quantitative characteristics
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Quantitative analysis

Μετάφραση: Quantitative analysis
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική Εκτίμηση της Επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Quantified Risk Assessment, QRA

Μετάφραση: Quantified Risk Assessment, QRA
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Tonnage band

Μετάφραση: Tonnage band
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Tonnage value

Μετάφραση: Tonnage value
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Quantitative method

Μετάφραση: Quantitative method
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική στοιχειακή ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Quantitative elemental analysis

Μετάφραση: Quantitative elemental analysis
Ελληνικός όρος:
Ποσοτική σχέση δομής - δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Quantitative Structure – Activity Relationships, QSAR

Μετάφραση: Quantitative Structure – Activity Relationships, QSAR
Ελληνικός όρος:
Ποσοτικοποίηση της Επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Risk Evaluation

Μετάφραση: Risk Evaluation
Ελληνικός όρος:
Ποσοτικός προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Quantitative determination

Μετάφραση: Quantitative determination
Ελληνικός όρος:
Ποτάσσα
Αγγλικός όρος:
Potassa, potassium hydroxide

Μετάφραση: Potassa, potassium hydroxide
Ελληνικός όρος:
Ποτέ μην προσθέτετε νερό στο προϊόν αυτό
Αγγλικός όρος:
Never add water to this product

Μετάφραση: Never add water to this product
Ελληνικός όρος:
Ποτήρι ζέσης
Αγγλικός όρος:
Beaker

Μετάφραση: Beaker
Ελληνικός όρος:
Πουρίνη
Αγγλικός όρος:
Purine

Μετάφραση: Purine
Ελληνικός όρος:
Πραγματική βιοσυσσώρευση
Αγγλικός όρος:
Actual bioaccumulation

Μετάφραση: Actual bioaccumulation
Ελληνικός όρος:
Πραγματική σταθερά σχηματισμού
Αγγλικός όρος:
Contitional formation constant

Μετάφραση: Contitional formation constant
Ελληνικός όρος:
Πραγματικό πλάτος ζώνης
Αγγλικός όρος:
Effective band width

Μετάφραση: Effective band width
Ελληνικός όρος:
Πραγματικός χρόνος
Αγγλικός όρος:
Real time

Μετάφραση: Real time
Ελληνικός όρος:
Πραγματογνώμονας
Αγγλικός όρος:
Assessor

Μετάφραση: Assessor
Ελληνικός όρος:
Πρακτική
Αγγλικός όρος:
Practice

Μετάφραση: Practice
Ελληνικός όρος:
Πρακτική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Practical test

Μετάφραση: Practical test
Ελληνικός όρος:
Πράξη Ελέγχου Τοξικών Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Toxic Substance Control Act (TSCA)

Μετάφραση: Toxic Substance Control Act (TSCA)
Ελληνικός όρος:
Πρασινοδύμιο
Αγγλικός όρος:
Praseodymium

Μετάφραση: Praseodymium
Ελληνικός όρος:
Πρατήρια καυσίμων
Αγγλικός όρος:
Petrol stations

Μετάφραση: Petrol stations
Ελληνικός όρος:
Πρεγνανεόνη
Αγγλικός όρος:
Pregnaneone

Μετάφραση: Pregnaneone
Ελληνικός όρος:
Πρενιτόλιο
Αγγλικός όρος:
Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene

Μετάφραση: Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Πρέσα
Αγγλικός όρος:
Press

Μετάφραση: Press
Ελληνικός όρος:
Πρέσες θερμοκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Fusing presses

Μετάφραση: Fusing presses
Ελληνικός όρος:
Πρέσες σιδερώματος
Αγγλικός όρος:
Ironing presses

Μετάφραση: Ironing presses
Ελληνικός όρος:
Πριμεβερόζη
Αγγλικός όρος:
Primeverose

Μετάφραση: Primeverose

Ακολουθήστε μας