Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 101 - 150, σε σύνολο 732
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Temperature difference
Μετάφραση: Διαφορά θερμοκρασίας

Όρος: Temperature sensor
Μετάφραση: Αισθητήρας θερμοκρασίας

Συντομογραφία: TA
Όρος: Temporary agent
Μετάφραση: Έκτακτος υπάλληλος

Όρος: Temporary construction site
Μετάφραση: Προσωρινό εργοτάξιο

Όρος: Temporary contracts
Μετάφραση: Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Όρος: temporary or mobile construction sites
Μετάφραση: προσωρινά ή κινητά εργοτάξια

Όρος: Temporary or mobile work sites
Μετάφραση: προσωρινά και κινητά εργοτάξια

Όρος: Temporary recommendation
Μετάφραση: Προσωρινή σύσταση

Όρος: Temporary residence
Μετάφραση: Προσωρινή διαμονή

Όρος: Temporary work
Μετάφραση: Προσωρινή εργασία

Όρος: Temporary workers
Μετάφραση: Προσωρινοί εργαζόμενοι

Όρος: Temporary workplaces
Μετάφραση: Προσωρινές θέσεις εργασίας

Όρος: Tendinitis, tendonitis
Μετάφραση: Τενοντίτις, τενοντίτιδα

Όρος: Tensile strength
Μετάφραση: Αντοχή σε εφελκυσμό

Όρος: Tensile stress
Μετάφραση: Υπό τάση

Όρος: Teratogen
Μετάφραση: Τερατογόνο

Όρος: Teratogenesis
Μετάφραση: Τερατογένεση

Όρος: Teratogenic substances
Μετάφραση: Τερατογόνες ουσίες

Όρος: Terbium
Μετάφραση: Τέρβιο (Tb)

Όρος: Terephthalic acid diphenyl ester
Μετάφραση: Τερεφθαλικός διφαινυλεστέρας

Όρος: Terephthalic acid or benzenedicarbonate
Μετάφραση: Τερεφθαλικό οξύ ή βενζολοδικαρβοξυλικό οξύ

Όρος: Terminal
Μετάφραση: Ακροδέκτης (ηλεκτρικός), Τερματικό

Όρος: Terminal residue analysis
Μετάφραση: Ανάλυση τελικού υπολείμματος

Όρος: Termination
Μετάφραση: Απόληξη ή τερματισμός

Όρος: Terminology
Μετάφραση: Ορολογία, ονοματολογία

Όρος: Terpene
Μετάφραση: Τερπένιο

Όρος: Terphenyls
Μετάφραση: Τερφαινύλια

Όρος: Terpinene
Μετάφραση: Τερπινένιο

Όρος: tertiary prevention
Μετάφραση: Τριτογενής πρόληψη

Όρος: Tesla
Μετάφραση: Τέσλα

Όρος: Test
Μετάφραση: Δοκιμή

Όρος: Test chemical
Μετάφραση: Ελεγχόμενη χημική ουσία, ελεγχόμενη ουσία

Όρος: Test coefficient
Μετάφραση: Συντελεστής δοκιμής

Όρος: Test conditions
Μετάφραση: Συνθήκες δοκιμής

Συντομογραφία: TG
Όρος: Test guideline
Μετάφραση: Κατευθυντήρια γραμμή δοκιμής

Όρος: Test material
Μετάφραση: Υλικό δοκιμής

Όρος: Test method
Μετάφραση: Μέθοδος δοκιμής

Όρος: Test piece
Μετάφραση: Δοκίμιο

Όρος: Test portion
Μετάφραση: Δόση προς ανάλυση

Συντομογραφία: TP
Όρος: Test pressure
Μετάφραση: Πίεση δοκιμής

Όρος: Test procedure
Μετάφραση: Διαδικασία δοκιμής

Όρος: Test report
Μετάφραση: Έκθεση ελέγχου, έκθεση δοκιμής

Όρος: Test resistance
Μετάφραση: Αντοχή σε δοκιμή

Όρος: Test sample
Μετάφραση: Δείγμα δοκιμής

Όρος: Test specimen
Μετάφραση: Δοκίμιο δοκιμής

Όρος: Test substance
Μετάφραση: Ελεγχόμενη ουσία, ελεγχόμενη χημική ουσία

Όρος: Test tube
Μετάφραση: Δοκιμαστικός σωλήνας

Όρος: Test tube holder
Μετάφραση: Μανταλάκι για δοκιμαστικούς σωλήνες

Όρος: Test tube with side arm
Μετάφραση: Δοκιμαστικός σωλήνας με πλευρικό απαγωγό

Όρος: Test tubes racks
Μετάφραση: Ραφάκια δοκιμαστικών σωλήνων

Ακολουθήστε μας