Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 1801 - 1850, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Centrifuge spinet
Μετάφραση: Φυγόκεντρος μηχανή

Όρος: Centrifuge spinet electrical
Μετάφραση: Ηλεκτρική φυγόκεντρος μηχανή

Όρος: Centrifuge spinet mechanical
Μετάφραση: Φυγόκεντρος μηχανή

Όρος: Centrifuging
Μετάφραση: Φυγοκέντρηση

Όρος: Centromeric
Μετάφραση: Κεντρομερίδιο

Όρος: Cerium
Μετάφραση: Δημήτριο, σέριο

Όρος: Certificate
Μετάφραση: Πιστοποιητικό

Όρος: Certificated person
Μετάφραση: Πιστοποιημένο πρόσωπο

Όρος: Certification
Μετάφραση: Πιστοποίηση

Όρος: Certification body
Μετάφραση: Φορέας πιστοποίησης

Όρος: Certification of competence
Μετάφραση: Πιστοποίηση ικανότητας

Όρος: Certification of conformity
Μετάφραση: Πιστοποιητικό συμμόρφωσης

Όρος: Certification process
Μετάφραση: Διεργασία πιστοποίησης

Όρος: Certification scheme
Μετάφραση: Σχήμα πιστοποίησης

Όρος: Certified body
Μετάφραση: Πιστοποιημένος φορέας

Συντομογραφία: CRM
Όρος: Certified reference material
Μετάφραση: Πιστοποιημένο υλικό αναφοράς

Όρος: Certified value
Μετάφραση: Πιστοποιημένη τιμή

Όρος: Cesium
Μετάφραση: Καίσιο

Όρος: Cesium hydroxide
Μετάφραση: Υδροξείδιο του καισίου

Όρος: Cetane or hexadecane
Μετάφραση: Κητάνιο ή δεκαεξάνιο

Όρος: Chain
Μετάφραση: Αλυσίδα

Όρος: Chain mail gloves
Μετάφραση: Γάντια από μεταλλικό πλέγμα

Όρος: Chain saw
Μετάφραση: Αλυσοπρίονο

Όρος: Chain sling
Μετάφραση: Αλυσιδωτός αορτήρας

Όρος: Chalcone
Μετάφραση: Καλκόνη ή 2-βενζαλακετοφαινόνη ή 1,3-διφαινυλο-1-προπεν-3-όνη

Όρος: Chalk
Μετάφραση: Κιμωλία

Όρος: Chamber
Μετάφραση: Θάλαμος

Όρος: Chamber of Small Business and Trade
Μετάφραση: Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο

Όρος: Change cause
Μετάφραση: Μεταβαλλόμενη αιτία

Όρος: Change in operation
Μετάφραση: Μεταβολή της λειτουργίας

Όρος: Change room
Μετάφραση: Αποδυτήριο

Όρος: Changing world of work
Μετάφραση: Μεταβαλλόμενο περιβάλλον της εργασίας

Όρος: Channelling
Μετάφραση: Διοχέτευση

Όρος: Character of workplaces
Μετάφραση: Φύση των θέσεων εργασίας

Όρος: Characteristic value
Μετάφραση: Χαρακτηριστική τιμή

Όρος: Charcoal
Μετάφραση: Ξυλάνθρακας

Όρος: Charge
Μετάφραση: Γόμωση

Όρος: Charging
Μετάφραση: Χρέωση (οικονομική) / φόρτιση (ηλεκτρική, μηχανική)

Συντομογραφία: CLH dossier
Όρος: Charmonised classification and labelling dossier
Μετάφραση: Φάκελος εναρμονισμένης ταξινόμησης και επισήμανσης

Όρος: Charring
Μετάφραση: Απανθράκωση

Όρος: Chartered engineer
Μετάφραση: Μηχανικός με άδεια άσκησης επαγγέλματος

Όρος: Chase-cutting
Μετάφραση: Αυλάκωση, διάνοιξη

Όρος: Check standard
Μετάφραση: Πρότυπο ελέγχου

Όρος: Check up see medical examination
Μετάφραση:

Όρος: Checking compliance with the exposure scenario
Μετάφραση: Έλεγχος της συμβατότητας με το σενάριο έκθεσης

Όρος: Checklist
Μετάφραση: Λίστα ελέγχου, πίνακας ελέγχου, κατάλογος ελέγχου

Όρος: Checklist for the prevention of accidents in laboratories
Μετάφραση: Λίστα ελέγχου για την πρόληψη ατυχημάτων σε εργαστήρια

Όρος: Chelating agents
Μετάφραση: Χηλικός παράγοντας

Όρος: Chelating properties
Μετάφραση: Χηλικές ιδιότητες

Όρος: Chelation
Μετάφραση: Χηλικότητα

Ακολουθήστε μας