Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Primary tabs
Βλέπετε τις εγγραφές : 1451 - 1500, σε σύνολο 12273
Όρος: Bundle of cylinders
Μετάφραση: Δέσμη κυλίνδρων
Όρος: Buoyant aid
Μετάφραση: Βοήθημα άντωσης, σωσίβιο
Όρος: Burden of the Past
Μετάφραση: Φορτίο του παρελθόντος
Συντομογραφία: BT
Όρος: Bureau Technique
Μετάφραση: Τεχνικό Γραφείο
Όρος: Burette
Μετάφραση: Προχοΐδα
Όρος: Burette stand
Μετάφραση: Στήριγμα προχοϊδας
Όρος: Burn
Μετάφραση: Έγκαυμα
Όρος: Burned finger hypothesis
Μετάφραση: Υπόθεση των καμένων δακτύλων
Όρος: Burner Bunsen
Μετάφραση: Λύχνος Bunsen
Όρος: Burning off
Μετάφραση: Καύση
Όρος: Burning rate
Μετάφραση: Ρυθμός καύσης
Όρος: Burnishing
Μετάφραση: Λούστρο
Όρος: Burnout
Μετάφραση: Επαγγελματική εξουθένωση
Όρος: Butadiene
Μετάφραση: Βουταδιένιο
Όρος: Butadiene diepoxide
Μετάφραση: διεποξυβουτάνιο 1,2,3,4-
Όρος: butanal
Μετάφραση: Βουτυλική αλδεϋδη ή βουτυλαλδεϋδη ή βουτανάλη
Όρος: Butanal see butylaldehyde
Μετάφραση:
Όρος: Butane
Μετάφραση: Βουτάνιο
Όρος: Butanedioic acid see succinic acid
Μετάφραση:
Όρος: butanediol 1,4-
Μετάφραση: βουτανοδιόλη 1,4-
Όρος: butanethiol
Μετάφραση: Βουτυλομερκαπτάνη
Όρος: Butanoic acid or butyric acid
Μετάφραση: Βουτανικό οξύ, Βουτανοϊκό οξύ ή βουτυρικό οξύ
Όρος: Butanol or butyl alcohol or methyl propanol
Μετάφραση: Βουτανόλη ή βουτυλική αλκοόλη ή μεθυλοπροπανόλη
Όρος: butanone
Μετάφραση: βουτανόνη
Όρος: butanone 2- see methyl vinyl ketone
Μετάφραση:
Όρος: butenal 2- see crotonaldehyde
Μετάφραση:
Όρος: Butene
Μετάφραση: Βουτένιο
Όρος: butenedioic acid cis- see maleic acid
Μετάφραση:
Όρος: butenedioic acid trans- see fumaric acid
Μετάφραση:
Όρος: butenedioic anhydrite cis- see maleic anhydrite
Μετάφραση:
Όρος: Butenoic acid
Μετάφραση: Βουτενοϊκό οξύ
Όρος: Butenol
Μετάφραση: Βουτενόλη
Συντομογραφία: EGBE
Όρος: Butoxyethanol, butyl glycol, ethylene glycol monobutyl ether, butyl cellosolve
Μετάφραση: Βουτοξυαιθανόλη ή βουτυλογλυκόλη ή βουτυλικός αιθέρας της γλυκόλης
Συντομογραφία: EGBEA
Όρος: Butoxyethyl acetate, butylglycol acetate
Μετάφραση: Οξικός βουτοξυαιθυλεστέρας, Οξικό βουτοξυαιθύλιο
Όρος: Butoxyethyl ester
Μετάφραση: Βουτοξυαιθυλεστέρας
Όρος: Butralin
Μετάφραση: Βουτραλίνη
Όρος: Butt fusion
Μετάφραση: Συγκολλητών άκρων
Όρος: Butt- fusion
Μετάφραση: Μετωπική θερμοσυγκόλληση
Όρος: Butyl
Μετάφραση: Βουτύλιο
Όρος: butyl 2,3-epoxypropyl ether
Μετάφραση: Βουτυλογλυκιδυλαιθέρας
Όρος: Butyl acetate
Μετάφραση: Οξικός βουτυλεστέρας
Όρος: Butyl acrylate
Μετάφραση: Ακρυλικός βουτυλεστέρας
Όρος: Butyl alcohol see butanol
Μετάφραση:
Συντομογραφία: TBA
Όρος: butyl alcohol tert-
Μετάφραση: Βουτανόλη, τριτοταγής Μεθυλοπροπανόλη 2-
Όρος: Butyl aldehyde
Μετάφραση: Βουτυλική αλδεϋδη ή βουτυλαλδεϋδη ή βουτανάλη
Όρος: Butyl benzoic acid
Μετάφραση: Βουτυλοβενζοϊκό οξύ
Όρος: Butyl bromide
Μετάφραση: Βουτυλοβρωμίδιο ή βρωμοβουτάνιο
Όρος: Butyl chromate
Μετάφραση: Χρωμικό βουτύλιο
Όρος: butyl ester n-
Μετάφραση: Ακρυλικός βουτυλεστέρας
Όρος: Butyl ether
Μετάφραση: Βουτυλαιθέρας