Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 9651 - 9700, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Rescue harnesses
Μετάφραση: Εξαρτήσεις διάσωσης

Όρος: Rescue lifting devices
Μετάφραση: Ανυψωτικές διατάξεις διάσωσης

Όρος: Rescue loops
Μετάφραση: Βρόγχοι διάσωσης

Όρος: Rescue measures
Μετάφραση: Μέτρα διάσωσης

Όρος: Rescue service vehicles
Μετάφραση: Διασωστικά οχήματα

Συντομογραφία: R & D
Όρος: Research and development
Μετάφραση: Έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α)

Όρος: Research result
Μετάφραση: Αποτέλεσμα έρευνας

Όρος: Research technique
Μετάφραση: Τεχνική έρευνας

Όρος: Researcher
Μετάφραση: Ερευνητής

Όρος: Reserpine
Μετάφραση: Ρεζερπίνη

Όρος: Reservoir
Μετάφραση: Yποδόχο

Όρος: Reset rate
Μετάφραση: Ρυθμός επαναφοράς

Όρος: Residual exposure information
Μετάφραση: Πληροφορίες υπολειμματικής έκθεσης

Όρος: Residual fuel oils
Μετάφραση: Καύσιμα υπολείμματα

Όρος: Residual risk
Μετάφραση: Εναπομείνασα επικινδυνότητα

Όρος: Residual tests
Μετάφραση: Έλεγχοι υπολειμμάτων

Όρος: Residual value of capital
Μετάφραση: Υπολειμματική αξία κεφαλαίου

Όρος: Residue
Μετάφραση: Υπόλειμμα ή κατάλοιπο

Όρος: Resilience
Μετάφραση: Ανθεκτικότητα

Με σχετικά Links:

Όρος: Resilient material
Μετάφραση: Ελαστικό υλικό

Όρος: Resin
Μετάφραση: Ρητίνη

Όρος: Resistance
Μετάφραση: Αντίσταση

Όρος: Resistance heating devices
Μετάφραση: Διατάξεις θέρμανσης με αντίσταση

Όρος: Resistance spot welding
Μετάφραση: Σημειακή συγκόλληση με αντίσταση

Όρος: Resistance welding machine
Μετάφραση: Μηχανή συγκόλλησης με αντίσταση

Όρος: Resistivity
Μετάφραση: Ειδική αντίσταση

Συντομογραφία: RC
Όρος: Resistor capacitor
Μετάφραση: Αντιστάτης πυκνωτής

Όρος: Resolution
Μετάφραση: Διαχωριστική ικανότητα ή διαχωριστότητα

Όρος: Resonance
Μετάφραση: Συντονισμός (π.χ. μηχανικός, μαγνητικός)

Όρος: Resorcinol diglycidyl ether, Bis(2,3-epoxypropoxy)benzene 1,3-
Μετάφραση: Διγλυκιδυλαιθέρας της ρεσορκίνης, 1,3-Δίς-(2,3-έποξυπροποξυ)-βενζόλιο

Όρος: Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene
Μετάφραση: Ρεζορκινόλη ή 1,3-βενζενοδιόλη ή 1,3-διυδροξυβενζόλιο

Συντομογραφία: RCRA
Όρος: Resource Conservation and Recovery Act
Μετάφραση: Νόμος περί της Διατήρησης και Ανάκτησης Φυσικών Πόρων

Όρος: Respirable
Μετάφραση: Αναπνεύσιμος

Όρος: Respirable dust
Μετάφραση: Αναπνεύσιμη σκόνη

Όρος: Respirable fraction
Μετάφραση: Αναπνεύσιμο κλάσμα

Όρος: Respiration
Μετάφραση: Αναπνοή

Όρος: Respirators
Μετάφραση: Αναπνευστήρες

Όρος: Respiratory ailments
Μετάφραση: Αναπνευστικές παθήσεις

Όρος: Respiratory ailments caused by the inhalation of dust from cobalt, tin, barium and graphite
Μετάφραση: Αναπνευστικές ανωμαλίες προκαλούμενες από την εισπνοή σκόνης κοβαλτίου, κασσιτέρου, βαρίου και γραφίτη

Όρος: Respiratory ailments, particularly asthma, caused by irritants
Μετάφραση: Αναπνευστικές παθήσεις, ιδίως άσθμα, προκαλούμενες από ερεθιστικές ουσίες

Όρος: Respiratory diseases
Μετάφραση: Αναπνευστικά νοσήματα

Όρος: Respiratory protective devices
Μετάφραση: Μέσα προστασίας της αναπνοής

Συντομογραφία: RPE
Όρος: Respiratory protective equipment
Μετάφραση:

Συντομογραφία: RS
Όρος: Respiratory sensitizer
Μετάφραση: Ευαισθητοποιητικό του αναπνευστικού

Όρος: Respiratory system
Μετάφραση: Αναπνευστικό σύστημα

Όρος: Respiratory system diseases
Μετάφραση: Νοσήματα του αναπνευστικού

Όρος: Respiratory toxicology
Μετάφραση: Τοξικολογία του αναπνευστικού συστήματος

Όρος: Respiratory tract
Μετάφραση: Αναπνευστική οδός

Συντομογραφία: RTI
Όρος: Respiratory tract irritation
Μετάφραση: Ερεθισμός της αναπνευστικής οδού

Όρος: Response
Μετάφραση: Αντιμετώπιση

Με σχετικά Links:

Ακολουθήστε μας