Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Primary tabs
Βλέπετε τις εγγραφές : 251 - 300, σε σύνολο 314
Όρος: Other country
Μετάφραση: Άλλη χώρα
Όρος: Other establishment
Μετάφραση: Άλλη μονάδα
Όρος: Other infectious diseases caused by work in disease prevention, health care, domicilary assistance and other comparable activities for which a risk of infection has been proven
Μετάφραση: Άλλες λοιμώδεις ασθένειες που προσβάλλουν το προσωπικό το οποίο ασχολείται με την πρόληψη, την περίθαλψη, την παροχή κατ' οίκον βοήθειας και άλλες ανάλογες δραστηριότητες από τις οποίες υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης
Όρος: other recovery
Μετάφραση: άλλου είδους ανάκτηση
Όρος: Other toxicological threshold
Μετάφραση: Άλλο τοξικολογικό όριο
Όρος: Otitis
Μετάφραση: Ωτίτιδα
Όρος: Ototoxic
Μετάφραση: Ωτοτοξικό
Όρος: Outbreak
Μετάφραση: Επιδημία
Όρος: Outdoor work
Μετάφραση: Εργασία σε εξωτερικό χώρο
Όρος: Outdoor work place
Μετάφραση: Εξωτερικός χώρος εργασίας ή υπαίθριος χώρος εργασίας
Όρος: Outer packaging
Μετάφραση: Εξωτερική συσκευασία
Όρος: Outlet
Μετάφραση: Στόμιο εξαγωγής ή έξοδος
Όρος: Outlet valve
Μετάφραση: Βαλβίδα εξαγωγής
Όρος: Outlier
Μετάφραση: Εκτρεπόμενη τιμή, άστοχη τιμή
Όρος: Outlying observation
Μετάφραση: Εκτρεπόμενη παρατήρηση
Όρος: Outplacement
Μετάφραση: Τοποθέτηση σε άλλη εταιρεία
Όρος: Output
Μετάφραση: Έξοδος (π.χ ηλεκτρονικού σήματος)
Όρος: Outside packaging
Μετάφραση: Εξωτερική συσκευασία
Όρος: Over speed
Μετάφραση: Υπερτάχυνση
Όρος: Over-speed governor
Μετάφραση: Περιοριστήρας ταχύτητας (ασανσέρ)
Όρος: Overall accuracy
Μετάφραση: Συνολική ορθότητα
Όρος: Overall performance
Μετάφραση: Συνολική απόδοση
Όρος: Overall specificity
Μετάφραση: Ολική ειδικότητα
Όρος: Overalls
Μετάφραση: Ολόσωμες στολές
Όρος: overcommitted
Μετάφραση: υπερ-δεσμευμένος εργαζόμενος (ζωή έξω από την εργασία δεν δίνει ικανοποίηση)
Όρος: Overhead projector
Μετάφραση: Επιδιασκόποιο
Όρος: Overload
Μετάφραση: Υπερφόρτωση, υπερφόρτιση
Όρος: Overload protection
Μετάφραση: Προστασία από υπερφόρτωση
Όρος: Overpack
Μετάφραση: Υπερσυσκευασία, υπερδέμα
Όρος: Overpressure
Μετάφραση: Υπερπίεση
Όρος: Overtime
Μετάφραση: Υπερεργασία
Όρος: Overtone frequency
Μετάφραση: Υπερτονική συχνότητα
Όρος: Overview
Μετάφραση: Επισκόπηση
Όρος: Overvoltage
Μετάφραση: Υπέρταση (ηλεκτρική)
Όρος: Overweight
Μετάφραση: Υπέρβαρος
Όρος: Oxalic acid
Μετάφραση:
Όρος: Oxidation
Μετάφραση: Οξείδωση
Όρος: Oxidation potential
Μετάφραση: Δυναμικό οξείδωσης
Όρος: Oxide
Μετάφραση: Οξείδιο
Όρος: Oxides of nitrogen
Μετάφραση: Οξείδια του αζώτου
Όρος: Oxides of sulphur
Μετάφραση: Οξείδια του θείου
Όρος: Oxidiser or oxidizer
Μετάφραση: Οξειδωτικό
Όρος: Oxidising gas
Μετάφραση: Οξειδωτικό αέριο
Όρος: Oxidising liquid
Μετάφραση: Οξειδωτικό υγρό
Όρος: Oxidising solid
Μετάφραση: Οξειδωτικό στερεό
Όρος: Oxidizing
Μετάφραση: Οξειδωτικό
Όρος: Oxidizing substance
Μετάφραση: Οξειδωτική ουσία
Όρος: Oxidoreductases
Μετάφραση: Οξειδορεδουκτάσες
Όρος: Oxime
Μετάφραση: Οξίμη
Όρος: Oxirane
Μετάφραση: Οξιράνιο