Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1153 - 1188 of 1306
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες που προκαλούνται από την εισπνοή ουσιών που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Diseases caused by inhaling substances not included under other headings
Μετάφραση:
Diseases caused by inhaling substances not included under other headings
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες που προκαλούνται από την εισπνοή σκόνης μαργάρου
Αγγλικός όρος:
Diseases caused by inhaling nacre dust
Μετάφραση:
Diseases caused by inhaling nacre dust
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες που προκαλούνται από χημικούς παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Diseases caused by chemical agents
Μετάφραση:
Diseases caused by chemical agents
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες προκαλούμενες από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Diseases caused by ionising radiation
Μετάφραση:
Diseases caused by ionising radiation
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες προκαλούμενες από φυσικούς παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Diseases caused by physical agents
Μετάφραση:
Diseases caused by physical agents
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος και καρκίνοι
Αγγλικός όρος:
Diseases of the respiratory system and cancers
Μετάφραση:
Diseases of the respiratory system and cancers
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες του δέρματος που προκαλούνται από ουσίες και παράγοντες που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Skin diseases caused by substances and agents not included under other headings
Μετάφραση:
Skin diseases caused by substances and agents not included under other headings
Ελληνικός όρος:
Ασθένειες των περιαρθρικών θυλάκων λόγω πίεσης
Αγγλικός όρος:
Diseases of the periarticular sacs due to pressure
Μετάφραση:
Diseases of the periarticular sacs due to pressure
Ελληνικός όρος:
Ασθενές οξύ
Αγγλικός όρος:
Weak acid
Μετάφραση:
Weak acid
Ελληνικός όρος:
Ασθενής
Αγγλικός όρος:
Patient
Μετάφραση:
Patient
Ελληνικός όρος:
Ασθενής βάση
Αγγλικός όρος:
Weak base
Μετάφραση:
Weak base
Ελληνικός όρος:
Ασθενοφόρο όχημα
Αγγλικός όρος:
Ambulance
Μετάφραση:
Ambulance
Ελληνικός όρος:
Άσθμα
Αγγλικός όρος:
Asthma
Μετάφραση:
Asthma
Ελληνικός όρος:
Ασθμογενείς παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Asthmagens
Μετάφραση:
Asthmagens
Ελληνικός όρος:
Ασκήσεις πυρασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Fire drills
Μετάφραση:
Fire drills
Ελληνικός όρος:
Άσκηση της εξουσιοδότησης
Αγγλικός όρος:
Exercise of the delegation
Μετάφραση:
Exercise of the delegation
Ελληνικός όρος:
Ασκορβικό οξύ ή βιταμίνη C
Αγγλικός όρος:
Ascorbic acid, vitamin C
Μετάφραση:
Ascorbic acid, vitamin C
Ελληνικός όρος:
Ασπαραγίνη
Αγγλικός όρος:
Asparagine, aminosuccinamic acid, Asn, N
Μετάφραση:
Asparagine, aminosuccinamic acid, Asn, N
Ελληνικός όρος:
Ασπαρτάμη
Αγγλικός όρος:
Aspartame
Μετάφραση:
Aspartame
Ελληνικός όρος:
Ασπαρτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid, aspartic acid, Asp, D
Μετάφραση:
Aminosuccinic acid, aspartic acid, Asp, D
Ελληνικός όρος:
Ασπίδα ή διάφραγμα
Αγγλικός όρος:
Shield
Μετάφραση:
Shield
Ελληνικός όρος:
Ασπίδες προσώπου
Αγγλικός όρος:
Faceshields
Μετάφραση:
Faceshields
Ελληνικός όρος:
Ασπιρίνη
Αγγλικός όρος:
Aspirin, Acetylsalicylic acid
Μετάφραση:
Aspirin, Acetylsalicylic acid
Ελληνικός όρος:
Ασταθές εκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Unstable explosive
Μετάφραση:
Unstable explosive
Ελληνικός όρος:
Ασταθής
Αγγλικός όρος:
Unstable
Μετάφραση:
Unstable
Ελληνικός όρος:
Αστάρι
Αγγλικός όρος:
Primer
Μετάφραση:
Primer
Ελληνικός όρος:
Αστάρια φωσφάτωσης
Αγγλικός όρος:
Wash primers
Μετάφραση:
Wash primers
Ελληνικός όρος:
Αστάρωμα
Αγγλικός όρος:
Priming
Μετάφραση:
Priming
Ελληνικός όρος:
Άστατο ή αστάτιο
Αγγλικός όρος:
Astatine, At
Μετάφραση:
Astatine, At
Ελληνικός όρος:
Αστική ευθύνη τρίτων
Αγγλικός όρος:
Third party liability
Μετάφραση:
Third party liability
Ελληνικός όρος:
Αστοχία
Αγγλικός όρος:
Failure
Μετάφραση:
Failure
Ελληνικός όρος:
Αστοχία λόγω κοινής αιτίας
Αγγλικός όρος:
Common cause failure
Μετάφραση:
Common cause failure
Ελληνικός όρος:
Αστοχία λόγω κοινής κατάστασης
Αγγλικός όρος:
Common mode failure
Μετάφραση:
Common mode failure
Ελληνικός όρος:
Αστράγαλος
Αγγλικός όρος:
Ankle
Μετάφραση:
Ankle
Ελληνικός όρος:
Αστρέβλωτο εκτίμημα
Αγγλικός όρος:
Unbiased estimate
Μετάφραση:
Unbiased estimate
Ελληνικός όρος:
Ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Μετάφραση:
Incompatible materials to be indicated by the manufacturer
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
29
Page
30
Page
31
Page
32
Current page
33
Page
34
Page
35
Page
36
Page
37
Next page
››
Last page
τελευταία »