Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 801 - 850, σε σύνολο 915
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Association of Industries of Northern Greece
Μετάφραση: Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος

Συντομογραφία: AOAC-I
Όρος: Association of Official Analytical Chemists International
Μετάφραση: Διεθνής Ένωση Αναγνωρισμένων Αναλυτικών Χημικών

Όρος: Assumption
Μετάφραση: Παραδοχή

Όρος: Assurance
Μετάφραση: Διασφάλιση

Όρος: Astatine
Μετάφραση: Άστατο, αστάτιο

Όρος: Astern motion
Μετάφραση: Κίνηση ανάποδα

Όρος: Asthma
Μετάφραση: Άσθμα

Όρος: Asthmagens
Μετάφραση: Ασθμογενείς παράγοντες

Όρος: Asthmatic complaints
Μετάφραση: Ασθματικές ενοχλήσεις

Συντομογραφία: AM
Όρος: Asymmetric Multiplier
Μετάφραση: Ασυμμετρικός πολλαπλασιαστής

Όρος: ATEX see Equipment intended for use in potentially explosive atmospheres
Μετάφραση:

Όρος: Athens Labour Centre
Μετάφραση: Εργατικό Κέντρο Αθηνών, ΕΚΑ

Όρος: Atherosclerosis
Μετάφραση: Αθηροσκλήρωση, αρτηριοσκλήρωση

Όρος: Atmosphere gas
Μετάφραση: Ατμοσφαιρικό αέριο

Όρος: Atmospheric conditions
Μετάφραση: Ατμοσφαιρικές συνθήκες

Συντομογραφία: ALT
Όρος: Atmospheric Life Time
Μετάφραση: Διάρκεια ζωής στην ατμόσφαιρα

Όρος: Atom
Μετάφραση: Άτομο

Συντομογραφία: AAS
Όρος: Atomic absorption spectrometry
Μετάφραση: Φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (ΦΑΑ)

Συντομογραφία: AES
Όρος: Atomic emission spectrophotometry
Μετάφραση: Φασματοφωτομετρία ατομικής εκπομπής (ΦΑΕ)

Όρος: Atomic fluorescence
Μετάφραση: Ατομικός φθορισμός

Συντομογραφία: AW
Όρος: Atomic weight
Μετάφραση: Ατομικό βάρος (ΑΒ)

Όρος: Atomization
Μετάφραση: Ατομοποίηση

Όρος: Atrazine, 2-chloro-4-ethylamine-6-isopropylamine-1,3,5-triazine
Μετάφραση: Ατραζίνη

Όρος: Atropine
Μετάφραση: Ατροπίνη

Όρος: Atropine sulfate
Μετάφραση: Θειική ατροπίνη

Όρος: Attendance
Μετάφραση: Παράσταση

Όρος: Attention
Μετάφραση: Προσοχή

Όρος: Attenuate
Μετάφραση: Εξασθενίζω

Όρος: Attenuation
Μετάφραση: Εξασθένιση

Όρος: Attributable risk
Μετάφραση: Οφειλόμενος κίνδυνος, αποδοτέος

Συντομογραφία: AF
Όρος: Attribute fraction
Μετάφραση: Οφειλόμενο ποσοστό, Οφειλόμενο κλάσμα

Όρος: Attrition
Μετάφραση: Τριβή

Όρος: Atypical workers
Μετάφραση: Εργαζόμενοι σε άτυπες θέσεις απασχόλησης

Όρος: Audio frequency
Μετάφραση: Ακουστική συχνότητα

Όρος: Audiogram
Μετάφραση: Ακοόγραμμα

Όρος: Audiometer
Μετάφραση: Ακοόμετρο

Όρος: Audiometric equipment
Μετάφραση: Ακοομετρική συσκευή

Όρος: Audiometric testing
Μετάφραση: Ακοομέτρηση

Όρος: Audiometry
Μετάφραση: Ακοομετρία

Όρος: Audit
Μετάφραση: Επιθεώρηση, έλεγχος

Όρος: audit
Μετάφραση: Επιθεώρησης

Όρος: Audit (auditor's) report
Μετάφραση: Έκθεση ελέγχου

Όρος: Audit evidence
Μετάφραση: Ελεγκτική μαρτυρία

Όρος: Audit firm
Μετάφραση: Ελεγκτικός οίκος

Όρος: Audit program
Μετάφραση: Πρόγραμμα ελέγχου

Όρος: Audit risk
Μετάφραση: Ελεγκτικός κίνδυνος

Όρος: Audit samples
Μετάφραση: Εξωτερική δειγματοληψία ελέγχου

Όρος: Audit sampling
Μετάφραση: Ελεγκτική δειγματοληψία

Όρος: Audit test
Μετάφραση: Έλεγχος επιθεωρήσεως

Όρος: Auditee
Μετάφραση: Επιθεωρούμενος

Ακολουθήστε μας