Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 501 - 550, σε σύνολο 915
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Amitrole or 3-amino-1,2,4-triazole
Μετάφραση: Αμιτρόλη ή 3-αμινο-1,2,4-τριαζόλη

Όρος: Ammate see ammonium sulfamate
Μετάφραση:

Όρος: Ammeter
Μετάφραση: Αμπερόμετρο

Όρος: Ammonia
Μετάφραση: Αμμωνία

Όρος: Ammonia solution
Μετάφραση: Διάλυμα αμμωνίας

Όρος: Ammonium acetate
Μετάφραση: Οξικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium bicarbonate
Μετάφραση: Διττανθρακικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium carbamate
Μετάφραση: Καρβαμιδικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium carbonate
Μετάφραση: Ανθρακικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium chlorate
Μετάφραση: Χλωρικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium chloride
Μετάφραση: Χλωριούχο αμμώνιο

Όρος: Ammonium chloride fume
Μετάφραση: Καπνός χλωριούχου αμμωνίου

Όρος: Ammonium dichromate
Μετάφραση: Διχρωμικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium formate
Μετάφραση: Μυρμηκικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium hydroxide
Μετάφραση: Υδροξείδιο του αμμωνίου

Όρος: Ammonium nitrate
Μετάφραση: Νιτρικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium oxalate or Ethanodioate
Μετάφραση: Οξαλικό αμμώνιο, Αιθανοδιικό

Όρος: Ammonium perfluorooctanoate
Μετάφραση: Υπερφθοροοκτανοϊκό αμμώνιο

Συντομογραφία: APS
Όρος: Ammonium persulfate
Μετάφραση: Υπερθειικό αµµώνιο

Όρος: Ammonium phosphate
Μετάφραση: Φωσφορικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium phthalamate
Μετάφραση: Φθαλαμιδικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium polysulphide
Μετάφραση: Πολυθειούχο αμμώνιο

Όρος: Ammonium salicylate
Μετάφραση: Σαλικυλικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium sulfamate or ammate
Μετάφραση: Σουλφαμικό αμμώνιο

Όρος: Ammonium sulphate, Ammonium sulphate
Μετάφραση: Θειϊκό αμμώνιο

Όρος: Ammonium thiocyanate
Μετάφραση: Θειοκυανιούχο αμμώνιο

Όρος: Ammonolysis
Μετάφραση: Αμμωνόλυση

Όρος: Amoebiasis
Μετάφραση: Αμοιβάδωση

Όρος: Amosite
Μετάφραση: Αμοσίτης

Όρος: amount of impurities
Μετάφραση: Ποσότητα προσμείξεων

Όρος: Amount of substance
Μετάφραση: Ποσότητα ύλης

Όρος: Ampere
Μετάφραση: Αμπέρ

Όρος: Amphetamine
Μετάφραση: Αμφεταμίνη

Όρος: Ampholyte
Μετάφραση: Αμφολύτης

Όρος: Ampholytic buffer
Μετάφραση: Αμφολυτικό ρυθμιστικό διάλυμα

Όρος: Amphoteric
Μετάφραση: Επαμφοτερίζον

Όρος: Amphoteric properties
Μετάφραση: Επαμφοτερίζουσες ιδιότητες

Όρος: Amplifier
Μετάφραση: Ενισχυτής

Όρος: Amplitude
Μετάφραση: Πλάτος

Συντομογραφία: AM
Όρος: Amplitude modulation
Μετάφραση: Διαμόρφωση εύρους

Όρος: Amputation
Μετάφραση: Ακρωτηριασμός

Όρος: Ampute
Μετάφραση: Ακρωτηριασμένος

Όρος: Amyl acetate or pentyl acetate or pear oil
Μετάφραση: Οξικός αμυλεστέρας ή οξικό μεθυλοβουτύλιο ή οξικό αμύλιο ή οξικό πεντύλιο ή αχλαδέλαιο ή απιδέλαιο

Όρος: amyl alcohol N-
Μετάφραση: N-Αμυλική αλκοόλη

Συντομογραφία: TAME
Όρος: Amyl methyl ether tert-, 2-methoxy-2-methylbutane
Μετάφραση: tert-αμυλο-μεθυλαιθέρας

Όρος: Amylase
Μετάφραση: Αμυλάση

Όρος: Amylopectin
Μετάφραση: Αμυλοπηκτίνη

Όρος: Amylose or corn starch
Μετάφραση: Αμυλόζη

Όρος: Anaemia
Μετάφραση: Αναιμία

Όρος: Anaerobic biodegradation
Μετάφραση: Αναεροβική βιοαποδόμηση

Ακολουθήστε μας