Attachment | Size |
---|---|
ΦΕΚ 20Β_79 | 884.71 KB |
1. Κατά την εφαρμογήν του παρόντος Κανονισμού νοείται:
(α) 'Υπουργός : Ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
(β) Ε.Ε.Π.: Η έν Πειραιεϊ εδρεύουσα Επιθεώρησις Εμπορικών Πλοίων.
(γ) Πλοίον: Παν πλοϊον έφ’ ού εφαρμόζεται ο παρών Κανονισμός.
(δ) Νέον πλοίον: Παν πλοίον του οποίου η τρόπις ετέθη ή ευρίσκεται εις παραπλήσιον στάδιον κατασκευής έν έτος από της ημερομηνίας, καθ’ ήν ο παρών Κανονισμός θα δημοσιευθή εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
(ε) Πλοίαρχος: Ο Εντεταλμένος ή ο πράγματι ασκών την διακυβέρνησιν του πλοίου.
στ) Πλήρωμα: Το σύνολον των προσώπων των ναυτολογημένων επί του πλοίου ή οπωσδήποτε χρησιμοποιούμενων ή ασχολουμένων υπό οιανδήποτε ιδιότητα έν τω πλοίω και διά τας ανάγκας τούτου εκτός του Πλοιάρχου.
(ζ) Δεξαμενόπλοιου: Παν φορτηγόν πλοίον κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον διά την μεταφοράν υγρών χύδην φορτίων ευφλέκτου φύσεως.
(η) Κ.Ο.Χ.: Κόροι ολικής χωρητικότητος.
(θ) Νεκρόν βάρος: Η διαφορά μεταξύ του εκτοπίσματος του πλοίου εμφόρτου μέχρι της γραμμής φορτώσεως θέρους και του βάρους του πλοίου, εις μετρικούς τόννους.
(ι) Βάρος του πλοίου: Το εκτόπισμα του πλοίου, εις μετρικούς τόννους, άνευ φορτίου, καυσίμων, ελαίων, λιπάνσεως, έρματος, ποσίμου ύδατος εις τας δεξαμενάς, εφοδίων πληρώματος και ατομικών ειδών των μελών αυτού.
(ια) Πλοίον συνδεδυασμένων μεταφορών: Δεξαμενόπλοιου κατεσκευασμένον ίνα μεταφέρη πετρελαίου ή εναλλακτικώς ξηρά φορτία χύδην.
(ιβ) Σύμβασις: Η Διεθνής Σύμβασις περί ασφαλείας της ανθρωπίνης ζωής έν θαλάσση, 1960.
2. Έτεροι οροί χρησιμοποιούμενοι εις τον παρόντα Κανονισμόν, πέραν των ανωτέρω ορισμών, έχουν την διδομένην εις αυτούς έννοιαν υπό των ορισμών του Κανονισμού 64 τού Κεφαλαίου II της Συμβάσεως.
1. Ο παρών Κανονισμός θα εφαρμόζεται έφ’ απάντων των νέων δεξαμενοπλοίων ολικής χωρητικότητος άνω των 500 κοχ. και επί πλοίων συνδεδυασμένων μεταφορών ολικής χωρητικότητος ομοίως, άνω των 500 κοχ. μεταφερόντων ακάθαρτον πετρέλαιον, παράγωγα πετρελαίου έχοντα σημείον αναφλέξεως, έν κλειστώ χώρω, μη υπερβαίνον του 60° C, των οποίων η πίεσις αερίου REID είναι κατωτέρα της «ατμοσφαιρικής, ή έτερα υγρά προϊόντα ενέχοντα παρόμοιον κίνδυνον αναφλέξεως.
Επί πλέον τ’ ανωτέρω πλοία θα συμμορφούνται προς τας διατάξεις των Μερών Ε' και ΣΤ' του Κεφαλαίου II της Συμβάσεως, ώς και του έν ισχύι Κανονισμού «περί πυροσβεστικών μέσων των πλοίων».
2. Οσάκις πρόκειται να μεταφερθούν άλλα φορτία, δι’ ών δημιουργούνται πρόσθετοι κίνδυνοι αναφλέξεως, είναι δυνατόν να απαιτούνται πρόσθετα μέτρα ασφαλείας άτινα θα καθορίζονται υπό της Ε.Ε.Π.
1. Σκοπός του παρόντος Κανονισμού είναι ο καθορισμός απαιτήσεων, πρακτικώς εφαρμοσίμων και έν τώ μέτρω τού δυνατού, διά την προστασίαν κατά της πυρκαϊας των δεξαμενοπλοίων.
2. Βασικαί αρχαί, αίτινες διέπουν τας διατάξεις του παρόντος Κανονισμού είναι :
3. Διαχωρισμός των χώρων ευδιαιτήσεως, από το υπό- λοιπόν του πλοίου, διά διαφραγμάτων θερμικής και κατασκευαστικής αντοχής.
β) Προστασία των μέσων διαφυγής.
γ) Περιορισμός και κατάσβεσις της πυρκαϊας οιασδήποτε μορφής εντός τού χώρου εκδηλώσεώς της.
δ) Περιορισμένη χρήσις ευκαύστων υλικών, και
ε) Περιορισμός, εις το ελάχιστου της πιθανότητος αναφλέξεως αερίων εκ τού φορτίου.
1. Οι χώροι μηχανών Κατηγορίας «Α» πρέπει να ευρίσκωνται πρύμνηθεν:
α) Των δεξαμενών φορτίου και των δεξαμενών συγκεντρώσεως υπολειμμάτων καθαρισμού και να είναι απομεμονωμένοι, έξ αυτών διά διαχωριστικού στεγανού φρεατίου.
β) Του αντλιοστασίου πετρελαίου ή της πετρελαιαποθήκης ανεφοδιασμού του πλοίου εις καύσιμα.
Δέον ωσαύτως να ευρίσκωνται πρύμνηθεν των τοιούτων αντλιοστασίων και διαχωριστικών στεγανών, άλλ’ ούχι απαραιτήτως και πρύμνηθεν των πετρελαιοδεξαμενών εφοδιασμού του πλοίου εις καύσιμα.
Πάντως το κατώτερον τμήμα τού αντλιοστασίου δύναται να ευρίσκεται εις εσοχήν, εισχωρούσαν εντός των χώρων των μηχανών, προς καλυτέραν τοποθέτησιν των αντλιών, υπό την προϋπόθεσιν ότι η οροφή της εσοχής δεν ευρίσκεται γενικώς εις ύψος μεγαλύτερον του ενός τρίτου του πλευρικού ύψους (MOULDED DEPTH) του πλοίου άνωθεν της τρόπιδας, πλην της περιπτώσεως σκαφών χωρητικότητος ούχι μεγαλυτέρας των 25.000 τόννων (D. W), διά τα όποια δύναται να καταδειχθή ότι δια λόγους προσβάσεως και ικανοποιητικής διατάξεως των σωληνώσεων, τούτο δεν είναι πρακτικόν, οπότε η Ε.Ε.Π. δύναται να επιτρέψη εσοχήν υπερβαίνουσαν το τοιούτον ύψος, πάντως όμως μη υπερβαίνουσαν το ήμισυ τού πλευρικού ύψους τού πλοίου άνωθεν τής τρόπιδος.
2. Οι χώροι ενδιαιτήσεως, οι κύριοι σταθμοί ελέγχου τού φορτίου, οι σταθμοί ελέγχου και οι χώροι υπηρεσίας, πρέπει να ευρίσκωνται πρύμνηθεν πάντων των δεξαμενών φορτίου, των δεξαμενών περισυλλογής διαφεύγοντος πετρελαίου, των αντλιοστασίων και των στεγανών χώρων, οι οποίοι απομονώνουν τας δεξαμενάς φορτίου και τάς δεξαμενάς περισυλλογής διαφεύγοντος πετρελαίου από τους χώρους των μηχανών. Οιονδήποτε διάφραγμα, διαχώριζαν αντλιοστάσιου φορτίου, περιλαμβανομένης και τής εισόδου του αντλιοστασίου, από τούς χώρους ενδιαιτήσεως, τους χώρους υπηρεσίας και τούς σταθμούς ελέγχου, πρέπει να κατασκευάζεται συμφώνως προς τα πρότυπα Α-60. Όταν τούτο θεωρήται αναγκαίον, δύναται να επιτραπή όπως οι χώροι ενδιαιτήσεως, οι χώροι ελέγχου ώς και άπαντες οι βοηθητικοί χώροι μηχανών και υπηρεσίας, ευρίσκωνται πρώραθεν πασών των δεξαμενών φορτίου, δεξαμενών περισυλλογής διαφεύγοντος πετρελαίου, αντλιοστασίων φορτίου και στεγανών φραγμάτων, υποκείμενοι πάντως εις αντίστοιχον πρότυπον ασφαλείας και ύπαρξιν διαθεσίμων αναλογών διατάξεων κατασβέσεως πυρός, ικανοποιουσών την Ε.Ε.Π.
3. Οσάκις καθίσταται αναγκαία η εγκατάστασις χώρου ναυσιπλοΐας άνωθεν δεξαμενής φορτίου, ούτος πρέπει να προορίζεται μόνον διά σκοπούς ναυσιπλοΐας και να διαχωρίζεται του καταστρώματος των δεξαμενών φορτίου, δι’ ανοικτού χώρου ύψους τουλάχιστον δύο (2) μέτρων.
Έπί πλέον πρέπει ή προστασία κατά τής πυρκαϊας του τοιούτου χώρου ναυσιπλοΐας να είναι η απαιτουμένη δια τούς χώρους ελέγχους, ώς αύτη καθορίζεται υπό του άρθρου 6 (1) και (2) και των λοιπών αναλόγων διατάξεων του παρόντος Κανονισμού.
4. Δέον όπως υφίστανται μέσα διά την διατήρησιν μακράν των χώρων ενδιαιτήσεως και υπηρεσίας, εκροών επί των καταστρωμάτων. Τούτο δύναται να επιτευχθή διά τής υπάρξεως συνεχούς τοιχώματος, καταλλήλου ύψους, εκτεινομένου έκ της μιας μέχρι της ετέρας πλευράς του σκάφους.
Ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται επί περιπτώσεων εγκαταστάσεων προοριζομένων διά την φόρτωσιν έκ τής πρύμνης.
5. Τα εξωτερικά τοιχώματα των υπερκατασκευών και υπερστεγασμάτων, άτινα περιβάλλουν τους χώρους ενδιαιτήσεως και υπηρεσίας καθώς και τα καταστρώματα επί των οποίων ευρίσκονται οι τοιούτοι χώροι, δέον όπως διαθέτουν μόνωσιν, συμφώνως προς τα πρότυπα Α-60, καθ’ όλην την έκτασιν της επιφανείας αυτών, ήτις γειτνιάζει μετά των δεξαμενών πετρελαίου και μέχρις αποστάσεως τριών (3) μέτρων πρύμνηθεν του εμπροσθίου τοιχώματος. Η προέκτασις της μονώσεως των τοιχωμάτων των υπερκατασκευών και υπερστεγασμάτων καθ’ ύψος, πέραν της επιφανείας, ήτις γειτνιάζει προς τας δεξαμενάς, θα καθορίζεται υπό της Ε.Ε.Π αναλόγως των περιπτώσεων.
6. Φρακταί υπερκατασκευών και υπερστεγασμάτων περιεχόντων χώρους ενδιαιτήσεως και υπηρεσίας, έχουσαι όψιν προς τας δεξαμενάς πετρελαίου, δέον όπως κατασκευάζωνται συμφώνως προς τας ακολούθους προϋποθέσεις:
α) Δεν επιτρέπονται θύραι δίδουσαι άπ’ ευθείας έξοδον προς το κύριον κατάστρωμα, εξαιρουμένων των χώρων εκείνων, οίτινες δεν έχουν πρόσβασιν προς τους χοίρους ενδιαιτήσεως και υπηρεσίας, ως είναι οι σταθμοί ελέγχου φορτίου, αί αποθήκαι προμηθειών και αι λοιπαί αποθήκαι. Όπου ευρίσκονται τοιαύται θύραι, τα τοιχώματα του χώρου έκ του οποίου δίδουν έξοδον δέον όπως έχουν μόνωσιν κατά τα πρότυπα Α-60. Επί των τοιούτων τοιχωμάτων επιτρέπεται η προσαρμογή κινητών ελασμάτων διά κοχλιών, προκειμένου να εξυρηρετηθή ούτω μετακίνησις μηχανημάτων μέσω αυτών.
β) Παραφωτίδες ευρισκόμεναι επί των τοιούτον τοιχωμάτων δέον να είναι μονίμως κλειστού τύπου. Αντιθέτως τα παράθυρα του οιακιστηρίου δεν είναι απαραίτητον να είναι του τύπου τούτου.
γ) Παραφωτίδες ευρισκόμεναι επί διαφράγματος χώρου κειμένου επί του επιπέδου του κυρίου καταστρώματος δέον να έχουν προσηρμοσμένα εις το εσωτερικόν των καλύμματα έκ χάλυβος ή άλλης ισοδυνάμου ύλης.
Αί απαιτήσεις τής παραγράφου ταύτης, οσάκις είναι εφαρμοστέαι, επεκτείνονται και επί των τοιχωμάτων των υπερκατασκευών και υπερστεγασμάτων μέχρις αποστάσεως 5 μέτρων κατά την διαμήκη έννοιαν έκ τού πρωραίου άκρου των τοιούτων κατασκευών.
Επί πλέον των απαιτήσεων του Κανονισμού 68 (β) (ι) του Κεφ. II τής Συμβάσεως η Ε.Ε.Π. δέον όπως καθορίζη κατά περίπτωσιν τα μέσα διαφυγής, εις περίπτωσιν κινδύνου, έκ των κοιτωνίσκων του προσωπικού τού πλοίου.
1. Η διάταξις και η θέσις των ανοιγμάτων του καταστρώματος των δεξαμενών φορτίου, έξ ών δύναται να αναδυθούν αέρια πρέπει να είναι τοιαύτη, ώστε να περιορίζεται εις το ελάχιστον ή δυνατότης εισροής των αερίων εις κλειστούς χώρους περιέχοντας πηγήν εναύσεως ή συγκεντρώσεως αερίων, εις περιοχήν μηχανημάτων και εξαρτημάτων καταστρώματος, άτινα είναι δυνατόν να δημιουργούν κινδύνους εναύσεως.
Εις πάσαν περίπτωσιν το ύψος της άνωθεν του καταστρώματος εξαγωγής και η ταχύτης εκκενώσεως των αερίων, πρέπει να εξετάζωνται έν συνδυασμώ μετά τής αποστάσεως πάσης εξαγωγής έξ οιουδήποτε ανοίγματος υπερστεγάσματος ή πηγής εναύσεως.
2. Η διάταξις των εισαγωγών και εξαγωγών εξαερισμού και των λοιπών ανοιγμάτων των ακραίων χώρων υπερκακασκευών και υπερστεγασμάτων, πρέπει να είναι τοιαύτη ώστε να ανταποκρίνεται προς τας απαιτήσεις τής παραγράφου 1 τού παρόντος άρθρου.
Τοιούτοι εξαεριστήρες, ιδίως διά τους χώρους των μηχανημάτων, δέον να ευρίσκωνται όσον είναι δυνατόν περισσότερον προς πρύμνην.
Επί τούτου πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, ότε το πλοίον είναι εξωπλισμένον διά να φορτώνη ή έκφορτώνη εκ τής πρύμνης. Πηγαί εναύσεως ώς λ.χ. ηλεκτρικός εξοπλισμός, δέον να τοποθετώνται εις τοιαύτας θέσεις ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία κινδύνου εκρήξεως.
3. Οι χώροι αντλιοστασίου πρέπει να εξαερίζωνται μηχανικώς, αί δέ εκκενώσεις έκ των εξαεριστήρων εξαγωγής πρέπει να οδηγούνται είς ασφαλή θέσιν επί του ανοικτού καταστρώματος.
Ο εξαερισμός των χώρων αυτών πρέπει να είναι τοιαύτης ικανότητος, ώστε να περιορίζηται είς το ελάχιστον η δυνατότης συσσωρεύσεως ευφλέκτων αερίων. Ο αριθμός των αλλαγών αέρος δέον να είναι, τουλάχιστον, 20 φοράς καθ’ ώραν, επί τη βάσει τού συνολικού όδγκου τού χώρου. Οι αγωγοί εξαερισμού πρέπει να είναι τοιουτοτρόπως τοποθετημένοι, ώστε να εξαερίζεται επαρκώς ολόκληρος ο χώρος.
Ο εξαερισμός δέον να είναι τύπου αναρροφήσεως.
4. Ο μηχανικός εξαερισμός των χώρων των μηχανών δέον όπως δύναται να διακοπή από ευχερώς προσπελάσιμον θέσιν, κειμένην έκτος των χώρων μηχανών.
1. α) Το σκάφος, τα υπερκατασκευάσματα, τα διαφράγματα του σκάφους, τα καταστρώματα και τα υπερστεγάσματα θα κατασκευάζωνται έκ χάλυβος ή ετέρου ισοδυνάμου υλικού.
β) Τα μεταξύ αντλιοστασίων, περιλαμβανομένων και των αγωγών των και κυρίων μηχανοστασίων στεγανά διαφράγματα δέον όπως είναι κλάσεως «Α» και μή φέρουν ανοίγματα κλάσεως κατωτέρας του «Α-Ο» ή ισοδυνάμου από πάσης, απόψεως, παρά μόνον τοιαύτα των στυπιοθλιπτών αξόνων των αντλιών ή παρομοίας οπάς.
γ) Διαφράγματα και καταστρώματα αποτελούντα διαχωρίσματα των κυρίων μηχανών και αντλιοστασίων, περιλαμβανομένων και των αντιστοίχων αγωγών των, από τους χώρους ενδιαιτήσεως και υπηρεσίας, δέον όπως είναι κλάσεως «Α-60». Τα τοιαύτα στεγανά διαφράγματα και καταστρώματα καθώς επίσης και οιονδήποτε εξωτερικόν τοίχωμα των κυρίων μηχανών και αντλιοστασίων, δεν θα πρέπει να φέρουν οπάς προοριζομένας διά παράθυρα ή παραφωτίδας.
δ) Αί απαιτήσεις των παραγράφων (β) και (γ) ανωτέρω δέον όπως μή θεωρηθή ότι αποκλείουν την τοποθέτησιν μονίμων εγκεκριμένου τύπου και αδιαπεράστων από αέρια καλυπτρών φωτός, διά τον φωτισμόν των αντλιοστασίων, υπό την προϋπόθεσιν ότι διαθέτουν επαρκή αντοχήν και διατηρούν τα χαρακτηριστικά του διαφράγματος κλάσεως «Α» ως προς την ακεραιότητα και το αδιαπέραστον έκ των αερίων.
Επί πλέον δέον όπως μή θεωρηθή ότι αποκλείουν την χρήσιν παραθύρων είς σταθμόν ελέγχου, κείμενον έξ ολοκλήρου εντός του χώρου των μηχανών.
ε) Οι σταθμοί ελέγχου πρέπει να χωρίζωνται από των γειτονικών προς αυτούς κλειστών χώρων, διά διαφραγμάτων και καταστρωμάτων κλάσεως «Α». Η μόνωσις των τοιχωμάτων των περιβαλλόντων τούς σταθμούς ελέγχου θα καθορίζηται υπό τής Ε.Ε.Π. λαμβανούσης ύπ’ όψιν τον κίνδυνον πυρκαϊας είς τους γειτνιάζοντας χώρους.
στ) Αί εξωτερικαί θύραι εισόδου είς τούς χώρους των κυρίων μηχανών δέον όπως είναι αυτοκλειομένου τύπου και σύμφωνοι προς τάς διατάξεις της υποπαραγράφου 2(ζ) του παρόντος άρθρου.
ζ) Η επιφάνεια τής μονώσεως εσωτερικώς των τοιχωμάτων των χώρων κυρίων μηχανών, δέον όπως είναι αδιαπέραστος από πετρελαιοειδή και ατμούς αύτών.
η) Αι πρώται επιστρώσεις καταστρωμάτων, εάν υπάρχουν, δέον όπως είναι από εγκεκριμένον υλικόν το όποιον δεν αναφλέγεται ευκόλως.
θ) Ο σκελετός των κλιμάκων (εσωτερικών και εξωτερικών) δέον όπως είναι από χάλυβα ή από έτερον κατάλληλον υλικόν.
ι) Διαφράγματα διαχωρίζοντα χώρους ενδιαιτήσεως από μαγειρεία, αποθήκας χρωμάτων ή φανών και ναυκλήρου, δέον όπως είναι κλάσεως «Α-60».
ια) Χρώματα και βερνίκια, διαφόρων ειδών, χρησιμοποιούμενα επί εκτεθειμένων εσωτερικών έπιφανειών, δέον όπως είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε να μή δημιουργούν κίνδυνον πυρκαϊας και επί πλέον δεν θα πρέπει να δύναται να προέλθουν έξ αυτών καπνοί ή έτερα δηλητηριώδη παράγωγα.
Επί τής φύσεως των ενδεικνυομένων θα αποφαίνεται ή Ε.Ε.Π.
ιβ) Σωληνώσεις, μέσω των οποίων κυκλοφορεί πετρέλαιον ή έτερα εύφλεκτα υγρά δέον όπως τυγχάνουν ειδικής εγκρίσεως τής Ε.Ε.Π., λαμβανούσης ύπ’ όψιν κατά περίπτωσιν, τον υφιστάμενον κίνδυνον πυρκαϊας. Υλικά τα όποια ευχερώς αχρηστεύονται από την θερμότητα δέον όπως μη χρησιμοποιώνται είς την κατασκευήν ευδιαίων εξαγωγών υγιεινής και άλλων όμοιας φύσεως ανοιγμάτων είς το εξωτερικόν περίβλημα και είς ύψος πλησίον της ισάλου, διά την αποφυγήν κινδύνου κατακλύσεως είς περίπτωσιν καταστροφής αυτών συνεπεία πυρκαϊας.
ιγ) Ηλεκτρικά σώματα θερμάνσεως, εάν χρησιμοποιούνται, δέον να είναι προσηρμοσμένα είς μόνιμον θέσιν και κατεσκευασμένα κατά τρόπον ώστε να περιορίζουν είς το ελάχιστον τούς κινδύνους πυρκαϊας. Τα σώματα ταύτα θερμάνσεως δεν θα έχουν το θερμαίνον στοιχείον εκτεθειμένον εις τρόπον ώστε ιματισμός, παραπετάσματα ή παρεμφερή υλικά να δύναται να περικαίωνται ή να αναφλέγωνται έκ της θερμότητος του στοιχείου.
ιδ) Ταινίαι έχουσαι ώς βάσιν την κυτταρίνην δεν θα χρησιμοποιώνται εις τας επί των πλοίων κινηματογραφικάς εγκαταστάσεις.
ιε) Αι αναφωτίδες των χώρων κυρίων μηχανών και αντλιοστασίων δέον όπως είναι κατεσκευασμέναι συμφώνως προς τας διατάξεις της υποπαραγράφου 1(γ) τοϋ παρόντος άρθρου, τας αναφερομένας είς τα παράθυρα και παραφωτίδας και επί πλέον δέον όπως η διάταξις των είναι τοιαύτη ώστε να καθίσταται ευχερές το κλείσιμον αυτών έκ θέσεως έκτος των χώρων τούς όποιους εξυπηρετοΰν.
2. Εντός των χώρων ενδιαιτήσεως, υπηρεσίας και σταθμών ελέγχου δέον να επικρατούν αι κάτωθι συνθήκαι:
α) Τα διαφράγματα των διαδρόμων, περιλαμβανομένων και των θυρών, πρέπει να αποτελούνται έκ τμημάτων κλάσεως «Α» ή «Β» εκτεινομένων από καταστρώματος είς κατάστρωμα. Οσάκις υπάρχουν επ’ αμφοτέρων των πλευρών του διαφράγματος συνεχείς οροφαί ή επενδύσεις κλάσεως «Β», το διάφραγμα δύναται να τερματίζεται είς αυτάς. Αί θύραι των κοιτωνίσκων και των κοινοχρήστων χώρων δύναται να είναι έφωδιασμέναι δι’ αεροθυρίδων είς το κατώτερον ήμισυ αυτών.
β) Τα διάκενα τα περικλειόμενα όπισθεν των επιστρώσεων, φατνωμάτων και επενδύσεων θα υποδιαιρούνται καταλλήλως υπό καλώς εφαρμοζόντων διαχωρισμάτων αέρος, κειμένων εις μεταξύ αυτών απόστασιν ούχι μεγαλυτέραν των 14 μέτρων.
γ) Οροφαί, επενδύσεις, διαφράγματα και μονώσεις, πλην των μονώσεων διαμερισμάτων καταψύξεως, δέον να αποτελώνται έξ ακαύστου υλικού.
Ουσίαι διά την σποφυγήν διαρροών σερίων και κολλώδεις τοιαύται χρησιμοποιούμεναι έν συνδυασμώ μετά των μονώσεων ή ώς μονώσεις σωλήνων διά συστήματα ψύξεως, δεν είναι άπαραίτητον όπως είναι άκαύστου τύπου, πρέπει όμως να υπάρχουν είς όσον το δυνατόν μικροτέραν ποσότητα και αι εκτεθειμέναι επιφάνειαι αυτών να έχουν ιδιότητας κατά της μεταδόσεως του πυρός. Επί τής υφής των δέον απαραιτήτως να αποφαίνεται ή Ε.Ε.Π.
δ) Τα πλαίσια, περιλαμβανομένων των τμημάτων δαπέδου και των ενωτικών τεμαχίων, διαφραγμάτων, επενδύσεων, οροφών και φραγμάτων ρεύματος αέρος, εάν υφίστανται τοιαύτα, πρέπει να είναι κατασκευασμένα έξ ακαύστου υλικού.
ε) Άπασαι αί εκτεθειμέναι επιφάνειαι είς τους διαδρόμους και τα κλιμακοστάσια, ως και αί επιφάνειαι είς κεκρυμμένους ή απροσίτους χώρους, πρέπει να χαρακτηρίζωνται από ιδιότητα χαμηλής διαδόσεως του πυρός.
στ) Τα διαφράγματα, αί επενδύσεις και αί οροφαί δύναται να καλύπτωνται υπό ευκαύστων επιστρώσεων μεγίστου πάχους δύο (2) χιλιοστών του μέτρου, εντός οιουδήποτε χώρου πλήν των διαδρόμων, κλιμακοστασίων και σταθμών ελέγχου, όπου το μέγιστον πάχος δεν πρέπει να υπερβαίνη το 1,5 χιλιοστόν του μέτρου.
ζ) Κλιμακοστάσια διαπερώντα έν μόνον κατάστρωμα πρέπει να προστατεύωνται επί ενός τουλάχιστον επιπέδου, διά διαχωριστικών τμημάτων κλάσεως «Α» ή «Β» και αυτοκλειομένων θυρών ούτως, ώστε να περιορίζηται η ταχεία εξάπλωσις του πυρός έκ του ενός καταστρώματος είς το έτερον. Οχετοί ανελκυστήρων πληρώματος δέον όπως αποτελούνται από τμήματα κλάσεως «Α». Κλιμακοστάσια και οχετοί ανελκυστήρων διαπερώντα πλείονα του ενός καταστρώματα, πρέπει να περιβάλλωνται υπό τμημάτων κλάσεως «Α» και να προστατεύωνται είς όλα τα καταστρώματα διά χαλύβδινων θυρών αυτοκλειομένου τύπου. Είς τας θύρας αυτάς δεν πρέπει να υπάρχουν χειρολαβαί με άγκιστρα ακινητοποιήσεως. Πάντως δύναται να χρησιμοποιώνται τηλεχειριζόμενοι τύποι μηχανισμών, μή υποκείμενοι είς κινδύνους βλαβών, διά την κράτησιν των θυρών είς την ανοικτήν θέσιν, δυνάμενοι να επιτύχουν απελευθέρωσιν έξ αποστάσεως.
3. Οι αγωγοί εξαερισμού των χώρων των κυρίων μηχανών, γενικώς, δεν πρέπει να διέρχωνται μέσω των χώρων ένδιαιτήσεως, υπηρετικών ή σταθμών ελέγχου. Κατ’ εξαίρεσιν δύναται να επιτραπή απόκλισις εκ τής απαιτήσεως ταύτης υπό τας κάτωθι προϋποθέσεις:
α) Έφ’ όσον οι αγωγοί είναι κατεσκευασμένοι έκ χάλυβας και διαθέτουν μόνωσιν τύπου «Α-60», ή
β) Έφ’ όσον οι αγωγοί είναι κατεσκευασμένοι έκ χάλυβος και φέρουν αυτόματον φράκτην αέρος πλησίον του τοι-χώματος, όπερ διαπερνούν ίνα εισχωρήσουν είς χώρον ενδιαιτήσεως, υπηρετικόν ή σταθμόν ελέγχου. ’Επίσης φέρουν μόνωσιν τύπου «Α-60» εις τμήμα αυτών έκ των κυρίων μηχανών μέχρι σημείου απέχοντας, τουλάχιστον, 5 μέτρα πέραν του διακόπτου αέρος.
4. Αγωγοί εξαερισμού προοριζόμενοι διά τους, χώρους ενδιαιτήσεως, υπηρεσίας ή σταθμούς ελέγχου, γενικώς, δεν πρέπει να διέρχωνται μέσω των χώρων κυρίων μηχανών. Δύναται να επιτραπή απόκλισις εκ της απαιτήσεως ταύτης υπό τον όρον ότι οι αγωγοί είναι κατεσκευασμένοι έκ χάλυβας και ότι υπάρχουν αυτόματοι φράκται αέρος πλησίον των τοιχωμάτων άτινα διαπερώνται ίνα εισχωρήσουν εις τούς χώρους μηχανών.
1. Διά δεξαμενόπλοια μεταφοράς αργού πετρελαίου, νεκρού βάρους 100.000 τόννων και άνω και διά πλοία συνδεδυασμένων μεταφορών, νεκρού βάρους 50.000 τόννων και άνω, ή προστασία των δεξαμενών φορτίου και της περιοχής καταστρώματος αυτών θα εξασφαλίζονται δι’ ενός μονίμου συστήματος εκτοξεύσεως αφρού επί του καταστρώματος και ενός μονίμου συστήματος αδρανούς αερίου, συμφώνως πρός τας διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του παρόντος Κανονισμού. Αντί των ως άνω εγκαταστάσεων ή Ε.Ε.Π., κατόπιν μελέτης των διατάξεων και του εξοπλισμού του πλοίου, δύναται να εγκρίνη ετέρους συνδυασμούς μονίμων συστημάτων, εάν ούτοι παρέχουν προστασίαν ισοδύναμον προς την ανωτέρω, δυνάμει του Κανονισμού 5 του Κεφ. I τής Συμβάσεως.
2. Διά να θεωρηθή έν προτεινόμενον σύστημα ισοδύναμον προς το τοιούτον αφρού καταστρώματος δέον όπως:
α) Είναι ικανόν όπως κατασβέση πυρκαϊάν έξ εκχυλίσεως των δεξαμενών και προλαμβάνη επίσης ανάφλεξιν εκρέοντος πετρελαίου μή αναφλεγέντος εΐσέτι, και
β) Είναι ικανόν διά την καταπολέμησιν πυρκαϊάς εις δεξαμενάς αίτινες έχουν υποστή ρήγμα.
3. Διά να θεωρηθή έν προτεινόμενον σύστημα ισοδύναμον προς το τοιούτον αδρανούς αερίου, δέον όπως:
α) Είναι ικανόν να προλαμβάνη επικινδύνους συσσωρεύσεις εκρηκτικών μιγμάτων εντός των άθικτων δεξαμενών φορτίου, κατά την διάρκειαν της κανονικής λειτουργίας των, καθ' όλον το ταξείδιον υπό έρμα και κατά τάς απαραιτήτους εργασίας εντός των δεξαμενών, και
β) Είναι τοιουτοτρόπως σχεδιασμένου, ώστε να περιορίζη εις το ελάχιστον τον κίνδυνον αναφλέξεως εκ της δημιουργίας στατικού ηλεκτρισμού προερχομένου έξ αυτού τούτου τού συστήματος.
4. Διά τα δεξαμενόπλοια και τα συνδεδυασμένου τύπου πλοία νεκρού βάρους μικροτέρου του αναφερομένου εις την παράγραφον (1) ορίου, η προστασία των δεξαμενών φορτίου και τής περιοχής καταστρώματος αυτών θα επιτυγχάνεται διά:
α) Ενός μονίμου συστήματος αφρού και ενός μονίμου συστήματος αδρανούς αερίου συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 9 και 11, ή
β) Ενός μονίμου συστήματος αφρού συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 10.
1. Αι διατάξεις παραγωγής αφρού πρέπει να είναι ικαναί να διανέμουν τον αφρόν εις ολόκληρον την περιοχήν του καταστρώματος των δεξαμενών φορτίου, ώς και εντός πάσης δεξαμενής φορτίου, το κατάστρωμα της οποίας έχει υποστήρήγμα.
2. Το σύστημα αφρού καταστρώματος πρέπει να είναι απλής και ταχείας λειτουργίας. Ο κύριος σταθμός ελέγχου του συστήματος πρέπει να είναι τοποθετημένος έκτος τής περιοχής των δεξαμενών φορτίου, να γειτνιάζη πρός τούς χώρους ενδιαιτήσεως, να είναι ευπρόσιτος και να δύναται να λειτουργήση εις περίπτωσιν πυρκαϊάς εμφανισθείσης εις τους χώρους τους οποίους προστατεύει.
3. Ο ρυθμός παραγωγής διαλύματος αφρού δεν πρέπει να είναι χαμηλότερος του υψηλοτέρου των ακολούθων:
α) 0,6 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγ. μέτρον επιφανείας καταστρώματος. Ως τοιαύτη λογίζεται η προκύπτουσα έκ του εύρους του σκάφους επί την συνολικήν διαμήκη έκτασιν των δεξαμενών φορτίου, ή
β) 6 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγωνικόν μέτρον της οριζόντιας τομής της δεξαμενής ήτις έχει την μεγαλυτέραν επιφάνειαν.
Πρέπει να παρέχεται επαρκής συμπεπυκνωμένος αφρός ώστε να εξασφαλίζεται η δημιουργία διαλύματος αφρού επί 20 λεπτά της ώρας τουλάχιστον εις ποσότητα καθοριζομένην υπό των ανωτέρω υποπαραγράφων 3 (α) ή 3(β).
Ο λόγος εκτονώσεως του αφρού (ήτοι ο λόγος του όγκου του παραγομένου αφρού προς τον όγκον του μίγματος ύδατος και παρεχομένου συμπυκνώματος παράγοντος τον αφρόν) δεν πρέπει γενικώς να αφίσταται του 12 προς 1.
Οσάκις τα συστήματα παράγουν κατ’ ουσίαν αφρόν χαμηλής εκτονώσεως αλλά με αναλογίαν υπερβαίνουσαν το 12 προς 1, η ποσότης του διαθεσίμου διαλύματος αφρού πρέπει να υπολογίζηται ώς και διά τα συστήματα με αναλογίαν εκτονώσεως 12 προς 1. Όταν χρησιμοποιήται αφρός με μέσην αναλογίαν εκτονώσειος (ήτοι μεταξύ 50 προς 1 και 150 προς 1), ο ρυθμός χρησιμοποιήσεως του αφρού και η ικανότης των εγκαταστάσεων εκτοξευτήρων θα καθορίζεται υπό της Ε.Ε.Π.
4. Ο αφρός από το μόνιμον σύστημα αφρού θα διοχετεύεται εξ ειδικών μονάδων (monitors) ως και έκ φορητών εκτοξευτήρων (applicators). Τουλάχιστον το 50 τοις εκατόν της σπαιτουμένης αναλογίας αφρού δέον ν’ αποδίδεται έξ εκάστης μονάδος (monitor).
5. α) Ο αριθμός και η θέσις των μονάδων θα είναι τοιαύτη ώστε να πληρούνται αί απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η δυνατότης παροχής διαλύματος αφρού έξ εκάστης μονάδος είς λίτρα ανά λεπτόν δέον να είναι τουλάχιστον τριπλάσια της προστατευομένης υπό της μονάδος επιφανείας καταστρώματος εις τετραγωνικά μέτρα, η τοιαύτη δέ επιφάνεια δέον οπούς ευρίσκεται έξ ολοκλήρου έμπροσθεν της μονάδος (monitor).
β) Η απόστασις της μονάδος από το πλέον απομεμακρυσμένον σημείον της προστατευομένης επιφανείας έμπροσθεν αυτής, δέον όπως μή είναι μεγαλυτέρα του 75% τής προβολής αυτής υπό συνθήκας άπνοιας.
6. Μία μονάς (monitor) μεθ’ ενός συνδέσμου ευκάμπτου σωλήνος δι’ εκτοξευτήρα, δέον όπως ευρίσκωνται δεξιά και αριστερά επί του πρωραίου διαφράγματος του επιστέγου ή εις αναλόγους θέσεις έχουσας όψιν προς το κατάστρωμα τών δεξαμενών φορτίου. Δέον όπως προβλέπωνται εκτοξευτήρες (applicators), προς εξασφάλισιν ελιγμών κατά την διάρκειαν των επιχειρήσεων καταπολεμήσεως της πυρκαϊάς και κάλυψιν απασών των επιφανειών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων αίτινες αποκρύπτονται υπό των μονάδων (monitors).
7. Δέον όπως υφίστανται διακόπται παροχής τόσον εις τον κύριον αγωγόν αφρού όσον και εις το σύστημα σωληνώσεων ύδατος διά την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς, αμέσως έμπροσθεν πάσης θέσεως μονάδος, ίνα απομονούνται από τούς ανωτέρω αγωγούς τυχόν υφιστάμενα βλάβην τμήματα.
8. Η λειτουργία του συστήματος αφρού επί του καταστρώματος με την απαιτουμένην παραγωγήν αυτού, πρέπει να επιτρέπη την ταυτόχρονον χρήσιν του ελαχίστου απαιτουμένου αριθμού προβολών ύδατος, υπό την απαιτουμένην πίεσιν, εκ του κυρίου αγωγού πυροσβέσεως.
1. Αί διατάξεις παραγωγής αφρού πρέπει να είναι ικαναί να διανέμουν τον αφρόν εις ολόκληρον την περιοχήν του καταστρώματος των δεξαμενών φορτίου, ώς και εντός πάσης δεξαμενής φορτίου, το κατάστρωμα της οποίας έχει υποστή ρήγμα.
2. Το σύστημα αφρού καταστρώματος πρέπει να είναι απλής και ταχείας λειτουργίας.
Ο κύριος σταθμός ελέγχου του συστήματος πρέπει να είναι τοποθετημένος έκτος τής περιοχής των δεξαμενών φορτίου, να γειτνιάζη προς τούς χώρους ενδιαιτήσεως, να είναι ευπρόσιτος και να δύναται να λειτουργήση εις περίπτωσιν πυρκαϊάς έμφανισ·3είσης εις τούς χώρους τούς οποίους προστατεύει.
3. Ο ρυθμός παραγωγής διαλύματος αφρού δεν πρέπει να είναι χαμηλότερος του υψηλοτέρου των ακολούθων:
α) 0,6 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγωνικόν μέτρον επιφάνειας καταστρώματος. Ώς τοιαύτη λογίζεται η προκύπτουσα έκ του εύρους του σκάφους επί την συνολικήν διαμήκη έκτασιν των δεξαμενών φορτίου, ή
β) 6 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγωνικόν μέτρον της οριζόντιας τομής της δεξαμενής ήτις έχει την μεγαλυτέραν επιφάνειαν,
γ) 3 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγωνικόν μέτρον επιφανείας προστατευομένης υπό της μεγαλυτέρας μονάδος παροχής (monitor) άλλ’ ούχι κάτω των 1.250 λίτρων ανά λεπτόν, της επιφανείας δέ ευρισκομένης εξ ολοκλήρου έμπροσθεν τής λήψεως.
Πρέπει να παρέχεται επαρκής συμπεπυκνωμένος αφρός ώστε να εξασφαλίζεται η δημιουργία διαλύματος αφρού επί 30 λεπτά τής ώρας, τουλάχιστον, εις ποσότητα ίσην προς την μεγαλυτέραν έκ των υπό των υποπαραγράφων 3 (α ),3 (β) ή 3 ( (γ) του παρόντος άρθρου καθοριζομένην.
Ο λόγος εκτονώσεως του αφρού (ήτοι ο λόγος του όγκου του διαλύματος προς τον όγκον του συμπεπυκνωμένου αφρού προ της αναμίξεως αυτού με το ύδωρ) δεν πρέπει γενικώς να αφίσταται του 12 προς 1.
Οσάκις τα συστήματα παράγουν κατ’ ουσίαν αφρόν χαμηλής εκτονώσεως αλλά με λόγον υπερβαίνοντα το 12 προς 1, ή ποσότης του διαθεσίμου διαλύματος αφρού πρέπει να υπολογίζηται ώς και διά τα συστήματα με λόγον εκτονώσεως 12 προς 1.
Όταν χρησιμοποιήται αφρός με μέσον λόγον εκτονώσεως (ήτοι μεταξύ 50 προς 1 και 150 προς 1), ο ρυθμός χρησιμοποιήσεως του αφρού και ή ικανότης των εγκαταστάσεων εκτοξευτήρων θα καθορίζεται υπό τής Ε.Ε.Π.
4. Ο αφρός, από το μόνιμον σύστημα αφρού, θα διοχετεύεται έξ ειδικών μονάδων (monitors) και φορητών εκτοξευτήρων (applicators). Τουλάχιστον το 50 τοις εκατόν της αναλογίας αφρού της προβλεπομένης υπό των υποπαραγράφων 3(α) ή 3(β) του παρόντος άρθρου δέον ν’ αποδίδεται έξ εκάστης μονάδος.
Επί δεξαμενοπλοίων νεκρού βάρους μικροτέρου των 4.000 τόννων δύναται η Ε.Ε.Π. να μην απαιτήση εγκατάστασιν των ως άνω ειδικών μονάδων παροχής αφρού (monitor) αλλά την ύπαρξιν φορητών εκτοξευτήρων (applicators)
Εις την ως άνω περίπτωσιν η δυνατότης παροχής εκάστου εκτοξευτήρος θα είναι τουλάχιστον το 25 % τής ποσότητας του αφρού, ήτις προβλέπεται υπό των υποπαραγράφων (α) και (β) τής παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
5. α) Ο αριθμός και η θέσις των μονάδων (monitors) θα είναι τοιαύτη ώστε να πληρούνται αί απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η δυνατότης παροχής διαλύματος αφρού έξ εκάστης μονάδος δέον να είναι τουλάχιστον 3 λίτρα ανά λεπτόν και τετραγωνικόν μέτρον της προστατευομένης υπό της μονάδος επιφανείας καταστρώματος, η τοιαύτη δε επιφάνεια δέον όπως ευρίσκεται έξ ολοκλήρου έμπροσθεν τής μονάδος. Η τοιαύτη δυνατότης παροχής δεν θα είναι μικροτέρα των 1.250 λίτρων ανά λεπτόν.
β) Η απόστασις της μονάδος (monitor) από το πλέον απομεμακρυσμένον σημείον της προστατευομένης επιφανείας έμπροσθεν αύτης δέον όπως μη είναι μεγαλυτέρα του 75 % της προβολής αύτης υπό συνθήκας άπνοιας.
6. Μία μονάς (monitor) μεθ’ ενός συνδέσμου ευκάμπτου σωλήνος δι’ έκτοξευτήρας, δέον όπως ευρίσκεται δεξιά και αριστερά επί του πρωραίου διαφράγματος του έπιστέγου η εις αναλόγους θέσεις των χοίρων ενδιαιτήσεως, εχούσας όψιν προς το κατάστρωμα των δεξαμενών φορτίου. Επί δεξαμενοπλοίων νεκρού βάρους μικροτέρου των 4.000 τόννων εις σύνδεσμος σωλήνος δι’ έκτοξευτήρα δέον όπως ευρίσκεται δεξιά και αριστερά επί του πρωραίου διαφράγματος του επιστέγου ή εις άναλόγους θέσεις των χώρων ενδιαιτήσεως, εχούσας όψιν προς το κατάστροψματών δεξαμενών φορτίου.
7. Δέον όπως προβλέπωνται φορητοί εκτοξευτήρες (applicators) προς εξασφάλισιν ελιγμών κατά την διάρκειαν των επιχειρήσεων καταπολεμήσεως τής πυρκαϊάς και κάλυψιν απασών των επιφανειών συμπεριλαμβανομένων και εκείνων αίτινες άποκρύπτονται υπό των μονάδων (monitors).
'Η δυνατότης παροχής εκάστου φορητού εκτοξευτήρος (applicators) δεν θα είναι μικροτέρα των 400 λίτρων ανά λεπτόν, η δε δυνατότης εκτοξεύσεως αφρού, υπό συνθήκας άπνοιας, ούχι μικροτέρα των 15 μέτρων. Ο αριθμός των προβλεπομένουν ως άνω εκτοξευτήρων δεν θα είναι μικρότερος των τεσσάρων. Επαρκείς εις αριθμόν λήψεις θα ευρίσκωνται εις θέσεις επιτρεπούσας όπως δύο τουλάχιστον προβολαί αφρού δύνανται να φθάσουν, διά των εκτοξευτήρων (applicators), μέχρις οιουδήποτε σημείου του καταστρώματος των δεξαμενών φορτίου.
8. Δέον όπως υφίστανται διακόπται παροχής τόσον εις τον κύριον αγωγόν αφρού, όσον και εις το σύστημα σωληνώσεουν ύδατος διά την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς, αμέσως έμπροσθεν πάσης θέσεως λήψεως, ίνα απομονούνται από τούς ανωτέρω αγωγούς τυχόν υφιστάμενα βλάβην τμήματα.
9. Η λειτουργία του συστήματος αφρού επί του καταστρώματος με την απαιτουμένην παραγωγήν αυτού, πρέπει να επιτρέπη την ταυτόχρονον χρήσιν του ελάχιστου απαιτουμένου αριθμού προβολών ύδατος, υπό την απαιτουμένην πίεσιν εκ του κυρίου αγωγού πυροσβέσεως.
10. Τέσσαρες πλήρεις σειραί εξαρτήσεων πυροσβέστου θα πρέπει να ευρίσκωνται επί του πλοίου και θα πληρούν τας απαιτήσεις του έν ισχύι Κανονισμού «περί πυροσβεστικών μέσων των πλοίων».
1. Το σύστημα αδρανούς αερίου πρέπει να είναι ικανόν όπως παρέχη εις τας δεξαμενάς φορτίου, ότε τούτο απαιτηθή, εέριον ή μίγμα αερίων με τόσον χαμηλήν περιεκτικότητα εις οξυγόνον, ώστε να καθίσταται ή εντός τής δεξαμενής ατμόσφαιρα αδρανής, ήτοι ανίκανος όπως διαδώση φλόγας.
2. Το σύστημα αδρανούς αερίου δέον όπως περιορίση εις το ελάχιστον την ανάγκην εισόδου ατμοσφαιρικού αέρος εντός τής δεξαμενής, κατά την διάρκειαν τής ομαλής λειτουργίας του πλοίου, εξαιρέσει των περιπτώσεων προπαρασκευής τής δεξαμενής διά την είσοδον εντός αυτής ατόμων.
3. Αί κεναί δεξαμεναί δέον όπως δύναται να καθαρισθούν δι’ αδρανούς αερίου προς περιορισμόν του εις υδρογονάνθρακας περιεχομένου αυτών μετά την εκφόρτωσιν του φορτίου.
4. Η πλύσις των δεξαμενών δέον όπως είναι δυνατόν να πραγματοποιήται εντός αδρανούς ατμοσφαίρας.
5. Το σύστημα πρέπει να είναι τοιούτον, ώστε κατά την εκφόρτωσιν να εξασφαλίζεται όπως είναι διαθέσιμος ο όγκος του αερίου ο αναφερόμενος εις την παράγραφον (7) του παρόντος άρθρου. Κατά τας λοιπάς περιπτώσεις δέον όπως διατίθεται συνεχώς επαρκής ποσότης αερίου ώστε να εξασφαλίζηται συμμόρφωσις προς την παράγραφον (8) του παρόντος άρθρου.
6. Δέον όπως υφίστανται κατάλληλα μέσα διά τον καθαρισμόν των δεξαμενών τόσον με καθαρόν αέρα όσον και με αδρανές αέριον.
7. Το σύστημα αδρανούς αερίου πρέπει να έχη χωρητικότητα ανταποκρινομένην προς το 125 % τουλάχιστον τής μεγίστης κανονικής αποδόσεως των αντλιών φορτίου.
8. Υπό συνήθεις συνθήκας λειτουργίας, όταν αί δεξαμεναί πληρούνται ή έχουν πληρωθή με αδρανές αέριον, πρέπει να διατηρήται εντός αυτών θετική πίεσις.
9. Αί έξοδοι αερίων κατά τον καθαρισμόν πρέπει να ευρίσκωνται εις τον ανοικτόν αέρα και να πληρούν τας αυτάς γενικάς απαιτήσεις προς τας καθοριζομένας διά τας εξόδους των εξαεριστήρων των δεξαμενών πετρελαιοφόρων, αίτινες αναφέρονται εις την παράγραφον (1) του άρθρου 6 του παρόντος Κανονισμού.
10. Πρέπει να υφίσταται ειδικόν φίλτρον το όποιον να ψύχη αποτελεσματικώς το αέριον και αφαιρεί από αυτό τυχόν στερεάς ύλας καθώς και τα έκ της καύσεως προερχόμενα παράγωγα θείου.
11. Πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο ανεμιστήρες (φυσητήρες), οι όποιοι ομού, να είναι ικανοί να διοχετεύουν τουλάχιστον την έν παραγράφω 7 του παρόντος άρθρου καθοριζομένην ποσότητα αερίου.
12. Το περιεχόμενον οξυγόνον εντός του διοχετευομένου αδρανούς αερίου δεν πρέπει κανονικώς να υπερβαίνη το 5% του όγκου.
13. Πρέπει να διατίθενται κατάλληλα μέσα διά την πρόληψιν της επιστροφής αερίων περιεχόντων υδρογονάνθρακας ή υδρατμούς εκ των δεξαμενών εις τούς χώρους των μηχανών και τούς εξαεριστήρας. ’Επίσης κατάλληλα μέσα δέον να διατίθενται διά την πρόληψιν της αναπτύξεως υπερβολικής πιέσεως ή κενού αέρος. Επί πλέον το φίλτρον καθαρισμού δέον να είναι εφωδιασμένον με ασφαλιστικήν υδατοστεγή δικλείδα.
Αί διακλαδώσεις των αγωγών του αδρανούς αερίου πρέπει να είναι εφωδιασμέναι με βαλβίδες διακοπής ή παρόμοια μέσα ελέγχου εις εκάστην δεξαμενήν.
Το σύστημα πρέπει να είναι τοιούτον, ώστε να περιορίζηται εις το ελάχιστον ο κίνδυνος αναφλέξεως εκ τής δημιουργίας στατικού ηλεκτρισμού.
14. Πρέπει να υφίσταται εγκατάστασις οργάνων προς συνεχή παρακολούθησιν των ενδείξεων και καταγραφήν ανά πάσαν στιγμήν τού πότε παρέχεται αδρανές αέριον. Τα όργανα επίσης δέον όπως κατά τον χρόνον της παροχής δεικνύουν πίεσιν και περιεχόμενον οξυγόνου εις το αέριον, εντός τού κυρίου συστήματος σωληνώσεως του αερίου και επί της πλευράς διοχετεύσεως του φυσητήρος.
Η τοιαύτη εγκατάστασις οργάνων δέον όπως, κατά προτίμησιν, ευρίσκεται είς τον σταθμόν ελέγχου φορτίου, έφ’ όσον υφίσταται τοιούτος, πάντως δέον όπως είναι ευχερώς προσιτή υπό του αξιωματικού υπηρεσίας εις τας εργασίας φορτοεκφορτώσεως. Φορητά όργανα κατάλληλα διά την μέτρησιν του οξυγόνου και των αερίων ή υδρογονανθράκων ως και αί αναγκαίαι προς τούτο συνδέσεις αυτών μετά των δεξαμενών, πρέπει να διατίθενται διά τον έλεγχον τού περιεχομένου αυτών.
15. Δέον όπως διατίθενται μέσα διά την ένδειξιν της θερμοκρασίας και πιέσεως εντός του συστήματος κυρίων σωληνώσεων του αδρανούς αερίου.
16. Πρέπει να διατίθενται συστήματα συναγερμού εις περιπτώσεις:
17. Υψηλής περιεκτικότητες οξυγόνου εντός του συστήματος σωληνώσεων αδρανούς αερίου.
18. Χαμηλής πιέσεως αερίου εντός τού συστήματος σωληνώσεως αδρανούς αερίου.
19. Χαμηλής πιέσεως εις την παροχήν της ασφαλιστικής υδατοστεγούς δικλείδος καταστρώματος.
20. Υψηλής θερμοκρασίας του αερίου εντός του συστήματος σωληνώσεων του αδρανούς αερίου, και
21. Χαμηλής πιέσεως ύδατος είς το φίλτρον, και αυτόματοι διακόπται λειτουργίας του συστήματος επί τη υπερβάσει προκαθορισμένων ορίων αφορώντων εις τας περιπτώσεις (γ), (δ) και (ε) ανωτέρω.
17. Πλοία εξοπλισμένα με σύστημα αδρανούς αερίου πρέπει να διαθέτουν εγχειρίδιον οδηγιών το οποίον θα περιλαμβάνη απαιτήσεις λειτουργίας, ασφαλείας και υγείας αναφερομένας εις την λειτουργίαν τούτου.
Έκαστον αντλιοστάσιον φορτίου δέον όπως είναι εφωδιασμένον με μόνιμον σύστημα κατασβέσεως πυρκαϊάς χειριζόμενον από ευχερώς προσιτήν θέσιν εκτός αυτού.
Το σύστημα δέον όπως λειτουργή διά ψεκασμού ύδατος ή δι’ άλλου καταλλήλου μέσου καθοριζομένου υπό τής Ε.Ε.Π.
1. Άπαντα τα απαιτούμενα ακροσωλήνια των εύκαμπτων σωλήνων ύδατος δέον όπως είναι εγκεκριμένου τύπου, διπλής χρήσεως (λ.χ. ραντισμού προβολής) και να περιλαμβάνουν διακόπτην παροχής.
2. Επιστόμια απομονώσεως θα τοποθετώνται εις το δίκτυον πυρκαϊάς πρώραθεν του επιστέγου, εις σημεία προστατευόμενα, επί του καταστρώματος δεξαμενών και κατά διαστήματα ούχι μεγαλύτερα των 40 μέτρων προς προστασίαν της ακεραιότητος του δικτύου πυρκαϊάς εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή εκρήξεως.
Οι παραβάται του παρόντος Κανονισμού υπόκεινται εις τας κυρώσεις των διατάξεων τού άρθρου 45 τού Ν.Δ. 187/73 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου».
The social partners body for health and safety at work
2025 © EL.IN.Y.A.E.