Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 2901 - 2950, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Degree of purity
Μετάφραση: Βαθμός καθαρότητας

Όρος: Degrees of freedom
Μετάφραση: Βαθμοί ελευθερίας

Όρος: Dehydroabietic
Μετάφραση: Αφυδροαβιετικό

Όρος: Dehydrocholesterol
Μετάφραση: Αφυδροχολιστερόλη ή δεϋδροχολιστερόλη

Όρος: Dehydrohalogenation
Μετάφραση: Αφυδραλογόνωση

Όρος: Deionized water
Μετάφραση: Απιονισμένο νερό

Όρος: Delay
Μετάφραση: Καθυστέρηση

Όρος: Delegation
Μετάφραση: Ανάθεση

Όρος: Delivery point
Μετάφραση: Σημείο μεταβίβασης αερίου, σημείο παράδοσης του αερίου

Όρος: Demand curve
Μετάφραση: Καμπύλη ζήτησης

Όρος: Demercuration
Μετάφραση: Αφυδραργύρωση

Όρος: Demeton
Μετάφραση: Δήμητον

Όρος: Demolition
Μετάφραση: Κατεδάφιση

Όρος: demolition and construction wastes
Μετάφραση: Απόβλητα υλικά οικοδομών

Όρος: Demolition work employing mobile recycling plants
Μετάφραση: Κατεδάφιση με χρήση κινητού εξοπλισμού ανακύκλωσης

Όρος: Demonstration of commercial interest
Μετάφραση: Κατάδειξη εμπορικού συμφέροντος

Όρος: Demonstration of potential harm
Μετάφραση: Κατάδειξη πιθανής βλάβης

Όρος: Demountable tank
Μετάφραση: Αποσπώμενη δεξαμενή, Αποσυναρμολογούμενη δεξαμενή, αποσυνδεόμενη δεξαμενή

Όρος: Demountable tank
Μετάφραση: Αποσπώμενη δεξαμενή, αποσυναρμολογούμενη δεξαμενή, αποσυνδεόμενη δεξαμενή

Όρος: Denatonium benzoate
Μετάφραση: Βενζοϊκό δενατόνιο

Όρος: Denaturation
Μετάφραση: Μετουσίωση

Όρος: Dendroketose
Μετάφραση: Δενδροκετόζη

Όρος: Dense
Μετάφραση: Πυκνό

Όρος: Density
Μετάφραση: Πυκνότητα

Όρος: Density of flow rate
Μετάφραση: Πυκνότητα ροής αέρα

Όρος: Dental caries associated with work in the chocolate, sugar and flour industries
Μετάφραση: Τερηδόνα οδόντων που οφείλεται στην εργασία σε βιομηχανίες σοκολάτας, ζάχαρης και αλεύρων

Όρος: Deoxidation
Μετάφραση: Απoξείδωση

Συντομογραφία: DNA
Όρος: Deoxyribonucleic acid
Μετάφραση: Δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ

Όρος: Department
Μετάφραση: Τμήμα

Συντομογραφία: DOHHS
Όρος: Department of Health and Human Services
Μετάφραση: Τμήμα Υγείας και Ανθρωπίνων Πόρων

Συντομογραφία: DOL
Όρος: Department of Labor
Μετάφραση: Τμήμα Εργασίας

Συντομογραφία: DOT
Όρος: Department of Transportation
Μετάφραση: Υπουργείο Μεταφορών

Όρος: Departmental culture
Μετάφραση: Κουλτούρα τμημάτων

Όρος: Dependent variable
Μετάφραση: Εξαρτημένη μεταβλητή

Όρος: Depigmentation
Μετάφραση: Αφαίρεση χρωστικής

Όρος: Depleted uranium
Μετάφραση: Εξαντλημένο ουράνιο

Όρος: Deposit into or on to land
Μετάφραση: Εναπόθεση εντός ή επί του εδάφους

Όρος: Deposited
Μετάφραση: Κατακαθιζόμενο

Όρος: depositing
Μετάφραση: παράδοση

Όρος: Depreciation
Μετάφραση: Απόσβεση

Όρος: Depression
Μετάφραση: Κατάθλιψη

Όρος: Deratting
Μετάφραση: Μυοκτονία

Όρος: Derivative
Μετάφραση: Παράγωγος

Συντομογραφία: DMEL
Όρος: Derived minimum effect level
Μετάφραση: Παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις

Συντομογραφία: DNEL
Όρος: Derived No Effect Level
Μετάφραση: Παράγωγα επίπεδα χωρίς επιπτώσεις

Όρος: Dermal contact
Μετάφραση: Δερματική επαφή

Όρος: Dermal corrosion or skin corrosion
Μετάφραση:

Όρος: Dermal exposure
Μετάφραση: Δερματική έκθεση

Όρος: Dermal irritation or skin irritation
Μετάφραση:

Όρος: Dermatitis
Μετάφραση: Δερματίτιδα

Ακολουθήστε μας