Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Primary tabs
Βλέπετε τις εγγραφές : 2851 - 2900, σε σύνολο 12273
Όρος: Decane
Μετάφραση: Δεκάνιο
Όρος: decanoic acid
Μετάφραση: δεκανοϊκό οξύ, Καπρικό οξύ
Όρος: Decanoic acid see capric acid
Μετάφραση:
Όρος: decanol
Μετάφραση: δεκανόλη
Όρος: Decay rate
Μετάφραση: Ποσοστό εξασθένισης
Όρος: Decene
Μετάφραση: Δεκένιο
Όρος: dechromatation
Μετάφραση: Αποχρωμίωση
Όρος: Decibel
Μετάφραση: Ντεσιμπέλ
Όρος: Decision
Μετάφραση: Απόφαση
Όρος: Decision Guidance Document
Μετάφραση: Κείµενο καθοδήγησηςγια λήψη αποφάσεως
Όρος: Decision limit
Μετάφραση: Όριο απόφασης
Όρος: Decision making under risk
Μετάφραση: Λήψη αποφάσεων σε καθεστώς κινδύνου
Συντομογραφία: ODYSSEY
Όρος: Decision support system for evaluation activities
Μετάφραση: Σύστημα στήριξης των αποφάσεων για δραστηριότητες αξιολόγησης
Όρος: Decision tree
Μετάφραση: Διάγραμμα αποφάσεων
Όρος: Deck
Μετάφραση: Κατάστρωμα
Όρος: Declaration
Μετάφραση: Δήλωση
Όρος: Declaration of conformity
Μετάφραση: Δήλωση συμμόρφωσης
Συντομογραφία: DOS
Όρος: Declaration of Security
Μετάφραση: Δήλωσης Ασφάλειας
Όρος: Declared vibration emission
Μετάφραση: Δηλωθείσα εκπομπή κραδασμών
Όρος: Decline phase
Μετάφραση: Φάση κάμψης
Όρος: decommissioned explosives
Μετάφραση: αποχαρακτηρισμένα εκρηκτικά
Όρος: Decomposition
Μετάφραση: Αποσύνθεση ή διάσπαση
Όρος: Decompression
Μετάφραση: Αποσυμπίεση
Όρος: Deconsolidation
Μετάφραση: Διαχωρισμός (αγαθών και εμπορευμάτων)
Όρος: Decontamination
Μετάφραση: Απολύμανση
Όρος: Decontamination unit
Μετάφραση: Μονάδα απορρύπανσης
Όρος: Decrease pollution source strength
Μετάφραση: Ελάττωση δυναμικότητας πηγής διαρροής
Όρος: decyanidation
Μετάφραση: αποκυάνωση
Όρος: Decyl acetate
Μετάφραση: Οξικός δεκυλεστέρας
Όρος: Decyl acrylate
Μετάφραση: Ακρυλικός δεκυλεστέρας
Όρος: Decyl alcohol
Μετάφραση: Δεκυλική αλκοόλη
Όρος: Decyl vinyl ether
Μετάφραση: Δεκυλοβινυλαιθέρας
Όρος: Decyloxytetra hydrothiophene dioxide
Μετάφραση: Διοξείδιο του δεκυλοξυτετραϋδροθειοφαινίου
Όρος: Decyne
Μετάφραση: Δεκίνιο
Όρος: dedicated
Μετάφραση: αφοσιωμένο εργαζόμενο (αναλαμβάνει υπερβολικά πολλή δουλειά)
Όρος: Deep injection
Μετάφραση: Έγχυση σε βάθος
Όρος: Default value
Μετάφραση:
Όρος: Defibrating
Μετάφραση: Αφαίρεση ινών
Όρος: Definition
Μετάφραση: Ορισμός
Όρος: Deflagration
Μετάφραση: Κατάκαυση
Όρος: Defoamer
Μετάφραση: Αποαφριστικό
Όρος: Deformation
Μετάφραση: Παραμόρφωση
Όρος: Degradation
Μετάφραση: Αποικοδόμηση ή αποδόμηση
Όρος: Degreasing
Μετάφραση: Απολίπανση
Όρος: Degreasing agents
Μετάφραση: Υλικά απολίπανσης
Όρος: degreasing wastes
Μετάφραση: Απόβλητα απολίπανσης
Όρος: Degree (angle)
Μετάφραση: Βαθμός
Όρος: Degree Celsius
Μετάφραση: Βαθμός Κελσίου
Όρος: Degree of dispersion
Μετάφραση: Βαθμός διασποράς
Όρος: Degree of protection of enclosures
Μετάφραση: Βαθμός προστασίας περιβλημάτων