Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 251 - 300, σε σύνολο 1013
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Serious injury
Μετάφραση: Σοβαρός τραυματισμός

Όρος: Serious marine casualty
Μετάφραση: Σοβαρό ναυτικό ατύχημα

Όρος: Serum
Μετάφραση: Ορός

Όρος: Service
Μετάφραση: Υπηρεσία

Όρος: Service delivery
Μετάφραση: Παροχή υπηρεσιών

Όρος: Service equipment
Μετάφραση: Εξοπλισμός εξυπηρέτησης

Συντομογραφία: SLA
Όρος: Service level agreement
Μετάφραση: Συμφωνία επιπέδου εξυπηρέτησης

Όρος: Service life
Μετάφραση:

Όρος: Service lift
Μετάφραση: Ανελκυστήρας μικρών φορτίων

Όρος: Sesone
Μετάφραση: Σεζόνη

Όρος: Set up
Μετάφραση: Σύσταση, δημιουργία

Όρος: Set-point
Μετάφραση: Σημείο ρύθμισης, σημείο αναφοράς

Όρος: Settled pressure
Μετάφραση: Σταθεροποιημένη πίεση, Παγιωμένη πίεση

Όρος: Severe acute respiratory syndrome
Μετάφραση: Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας

Όρος: Severe erythema
Μετάφραση: Σοβαρό ερύθημα

Όρος: Severe restriction (sr)
Μετάφραση: Αυστηρός περιορισμός

Όρος: Severely hazardous pesticide formulation
Μετάφραση: Πολύ επικίνδυνο σκεύασμα φυτοφαρμάκου

Όρος: Severely restricted chemical
Μετάφραση: Χημικό προϊόν υποκείμενο σε αυστηρούς περιορισμούς

Όρος: Severity
Μετάφραση: Μέγεθος κινδύνου

Όρος: Severity of accidents
Μετάφραση: Σοβαρότητα των ατυχημάτων

Όρος: Severity rate
Μετάφραση: Δείκτης βαρύτητας

Όρος: Sewing machine
Μετάφραση: Ραπτομηχανή

Όρος: Sex
Μετάφραση: Φύλο

Όρος: Sex workers
Μετάφραση: Εργαζόμενοι στον τομέα παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών

Όρος: Sexual harassement
Μετάφραση: Σεξουαλική παρενόχληση

Όρος: Shaft
Μετάφραση: Άξονας

Όρος: Shape
Μετάφραση: Σχήμα

Συντομογραφία: STD
Όρος: Shaped time domain
Μετάφραση: Διαμορφωμένο πεδίο του χρόνου

Συντομογραφία: SEIS
Όρος: Shared Environmental Information System
Μετάφραση: Ενιαίο Σύστημα Πληροφοριών για το Περιβάλλον (ΕΣΠΠ)

Όρος: Sharps
Μετάφραση: Κοπτερά εργαλεία

Όρος: Shearing
Μετάφραση: Κοπή με ψαλίδι

Όρος: Sheeted bulk container
Μετάφραση: Εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων με κάλυμμα

Όρος: Sheeted container
Μετάφραση: Εμπορευματοκιβώτιο με κάλυμμα

Όρος: Sheeted vehicle
Μετάφραση: Όχημα με κάλυμμα

Όρος: Sheeted wagon
Μετάφραση: Φορτάμαξα με κάλυμμα

Όρος: Shelf-life
Μετάφραση: Χρόνος διατήρησης

Όρος: Shell
Μετάφραση: Περίβλημα, κέλυφος

Όρος: shell compartment
Μετάφραση: Χωρητικότητα κελύφους, διαμέρισμα κελύφους, Χωρητικότητα δεξαμενής

Όρος: shell compartment
Μετάφραση: Χωρητικότητα κελύφους, διαμέρισμα κελύφους, Χωρητικότητα δεξαμενής

Όρος: Shell compartment
Μετάφραση: Διαμέρισμα κελύφους

Όρος: Shield
Μετάφραση: Ασπίδα, διάφραγμα

Όρος: Shift
Μετάφραση: Βάρδια

Όρος: Shift work
Μετάφραση: Εργασία σε βάρδια

Όρος: Shift work that involves circadian disruption
Μετάφραση: Βάρδιες που συνδέονται με τη διατάραξη του κιρκαδικού κύκλου

Όρος: Shift workers
Μετάφραση: Εργαζόμενοι σε βάρδιες

Όρος: Shipment
Μετάφραση: Αποστολή

Όρος: Shipyard
Μετάφραση: Ναυπηγείο

Όρος: Shivering
Μετάφραση: Ρίγος

Όρος: Shock
Μετάφραση: Κρούση ή χτύπημα

Όρος: Shock (e.g. psychological)
Μετάφραση: Σοκ (π.χ. ψυχολογικό)

Ακολουθήστε μας