Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 151 - 200, σε σύνολο 770
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Emergency stop
Μετάφραση: Διάταξη Επείγουσας διακοπής

Όρος: Emergency switch-off
Μετάφραση: Διακοπή έκτακτης ανάγκης

Όρος: Emergency temperature
Μετάφραση: Θερμοκρασία κινδύνου

Όρος: Emery, aluminum oxide, aluminum trioxide
Μετάφραση: Σμυριδόπετρα, σμύριδα

Όρος: Emission
Μετάφραση: Εκπομπή

Όρος: Emission factors
Μετάφραση:

Όρος: Emission limit values
Μετάφραση: Οριακές τιμές εκπομπής

Όρος: Emission pathway
Μετάφραση:

Όρος: Emission pattern
Μετάφραση:

Συντομογραφία: ERU
Όρος: Emission reduction unit
Μετάφραση: Μονάδα μείωσης των εκπομπών

Συντομογραφία: ESD
Όρος: Emission scenario document
Μετάφραση:

Όρος: Emission sound pressure level
Μετάφραση: Στάθμη ηχητικής πίεσης εκπομπής

Όρος: Emission standards
Μετάφραση: Πρότυπα επίπεδα εκπομπών

Όρος: Emission value
Μετάφραση: Τιμή εκπομπής

Όρος: Emission wavelength
Μετάφραση: Μήκος κύματος εκπομπής

Συντομογραφία: SECP
Όρος: Emissions Compliance Plan SOX
Μετάφραση: Σχέδιο Συμμόρφωσης Εκπομπών SOx

Όρος: Emitter
Μετάφραση: Εκπομπός

Όρος: Emotional demands
Μετάφραση: Υψηλές συναισθηματικές απαιτήσεις

Όρος: Emphasis of matter paragraph(s)
Μετάφραση: Παράγραφος (-οι) έμφασης (επισήμανσης)

Όρος: Emphysema
Μετάφραση: Εμφύσημα

Όρος: Empirical formula
Μετάφραση: Εμπειρικός τύπος

Όρος: Empirical research
Μετάφραση: Εμπειρική έρευνα

Όρος: emplacement of containers in a mine
Μετάφραση: τοποθέτηση κιβωτίων σε ορυχείο

Όρος: Employability
Μετάφραση: Απασχολησιμότητα

Όρος: Employee
Μετάφραση: Εργαζόμενος

Όρος: Employee liability
Μετάφραση: Ευθύνη μισθωτού

Όρος: Employee Satisfaction
Μετάφραση: Επαγγελματική ικανοποίηση

Όρος: Employer
Μετάφραση: Εργοδότης

Όρος: Employer branding
Μετάφραση: Ελκυστικός εργοδότης

Όρος: Employer liability
Μετάφραση: Ευθύνη εργοδότη

Όρος: Employer – supported volunteering
Μετάφραση: Εθελοντισμός υοπστηριζόμενος από τον εργοδότη

Όρος: Employers’ insurance contribution
Μετάφραση: Εργοδοτική εισφορά

Όρος: Employment
Μετάφραση: Απασχόληση

Όρος: Employment of minors
Μετάφραση: Εργασία ανηλίκων

Όρος: Empty tank vehicle
Μετάφραση: Κενό βυτιοφόρο

Όρος: Empyema
Μετάφραση: Εμπύημα

Όρος: Emulsifiability
Μετάφραση: Γαλακτωματοποιητική ικανότητα

Όρος: Emulsifier
Μετάφραση: Γαλακτωματοποιητής

Όρος: Emulsin
Μετάφραση: Εμουλσίνη

Όρος: Emulsion
Μετάφραση: Γαλάκτωμα ή αιώρημα

Όρος: EN standard
Μετάφραση: Πρότυπο ΕΝ

Όρος: Enablers
Μετάφραση: Δυνάμεις επίτευξης

Όρος: Enabling device
Μετάφραση: Διάταξη ενεργοποίησης

Όρος: Enamine
Μετάφραση: Εναμίνη

Όρος: Encapsulation
Μετάφραση: Εγκιβωτισμός

Όρος: Encephalopathies due to organic solvents which do not come under other headings
Μετάφραση: Εγκεφαλοπάθειες από οργανικούς διαλύτες που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις

Όρος: Enclosed space ignition
Μετάφραση: Δοκιμή κλειστού χώρου

Όρος: Enclosure
Μετάφραση: Εγκλεισμός Περίβλημα χώρου εργασίας

Όρος: End date
Μετάφραση: Καταληκτική ημερομηνία

Συντομογραφία: ELT
Όρος: End of life tyres
Μετάφραση: Ελαστικά στο τέλος του κύκλου ζωής τους

Ακολουθήστε μας