Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 651 - 700, σε σύνολο 770
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Experimental design
Μετάφραση: Πειραματικός σχεδιασμός

Συντομογραφία: I-ETS
Όρος: Experimental European Telecommunication Standards
Μετάφραση: Πειραματικά Ευρωπαϊκά Τηλεπικοινωνιακά Πρότυπα

Όρος: experimental study
Μετάφραση: πειραματική μελέτη

Όρος: Experimental study planned
Μετάφραση: Σχεδιασμένη πειραματική μελέτη

Όρος: Experimentally
Μετάφραση: Πειραματικά

Όρος: Expert
Μετάφραση: Εμπειρογνώμονας, Πραγματογνώμων

Όρος: expert judgement
Μετάφραση: εμπειρογνωμοσύνη

Όρος: experts group
Μετάφραση: ομάδα έργου

Όρος: Expiration date
Μετάφραση: Ημερομηνία λήξης

Όρος: Expired air
Μετάφραση: Εκπνεόμενος αέρας

Όρος: Explosibility
Μετάφραση: Εκρηξιμότητα

Όρος: Explosion
Μετάφραση: Έκρηξη

Όρος: Explosion control
Μετάφραση: Έλεγχος έκρηξης

Όρος: Explosion group
Μετάφραση: Εκρηκτική ομάδα

Όρος: Explosion limit
Μετάφραση: Όριο εκρηκτικότητας

Όρος: Explosion pressure
Μετάφραση: Πίεση έκρηξης

Όρος: Explosion pressure resistant
Μετάφραση: Αντοχή στην πίεση έκρηξης

Όρος: Explosion pressure shock resistant
Μετάφραση: Αντοχή στο κρουστικό κύμα της έκρηξης

Όρος: Explosion proof
Μετάφραση: Αντιεκρηκτικό

Όρος: Explosion relief
Μετάφραση: Εκτόνωση της πίεσης έκρηξης

Όρος: Explosion relief area
Μετάφραση: Επιφάνειες εκτόνωσης της πίεσης έκρηξης

Όρος: Explosion relief device
Μετάφραση: Εξοπλισμός για την εκτόνωση της πίεσης έκρηξης

Όρος: Explosion risk in case of fire
Μετάφραση: Κίνδυνος έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς

Όρος: Explosive
Μετάφραση: Εκρηκτική ύλη, εκρηκτικό

Όρος: Explosive
Μετάφραση: Εκρηκτικό

Όρος: Explosive article
Μετάφραση: Εκρηκτικό αντικείμενο

Όρος: Explosive atmosphere
Μετάφραση: Εκρηκτική ατμόσφαιρα

Όρος: Explosive decomposition
Μετάφραση: Εκρηκτική αποσύνθεση·

Όρος: Explosive gas atmosphere
Μετάφραση: Εκρήξιμη ατμόσφαιρα αερίων

Όρος: Explosive mixture
Μετάφραση: Εκρηκτικό μείγμα

Όρος: Explosive range
Μετάφραση: Εκρηκτική ζώνη

Όρος: Explosive substance
Μετάφραση: Εκρηκτική ουσία

Όρος: Explosive when dry
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση

Όρος: Explosive when dry
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση.

Όρος: Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά

Όρος: Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά

Όρος: Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες

Όρος: Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες

Όρος: Explosive with or without contact with air
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα

Όρος: Explosive with or without contact with air
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα

Όρος: Explosive, severe projection hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης

Όρος: Explosive, severe projection hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης

Όρος: Explosive; fire, blast or projective hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος πυρκαγιάς ανατίναξης ή εκτόξευσης

Όρος: Explosive; fire, blast or projective hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος πυρκαγιάς ανατίναξης ή εκτόξευσης

Όρος: Explosive; mass explosion hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος μαζικής έκρηξης.

Όρος: Explosive; mass explosion hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος μαζικής έκρηξης

Όρος: Exponent
Μετάφραση: Εκθέτης

Όρος: Exponential function
Μετάφραση: Εκθετική συνάρτηση

Όρος: Exposure
Μετάφραση: Έκθεση

Όρος: Exposure action value
Μετάφραση: Τιμή έκθεσης για ανάληψη δράσης

Ακολουθήστε μας