Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 601 - 650, σε σύνολο 770
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Excavation
Μετάφραση: Εκσκαφή

Όρος: Excavation of the building pit
Μετάφραση: Εκσκαφές θεμελίων

Όρος: Excavator
Μετάφραση: Εκσκαφέας

Όρος: Exception
Μετάφραση: Εξαίρεση

Όρος: Exceptional discharges
Μετάφραση: Έκτακτες απορρίψεις

Όρος: Excess
Μετάφραση: Περίσσεια

Όρος: Excess flow valve
Μετάφραση: Ασφαλιστικός διακόπτης παροχής αερίου

Συντομογραφία: ELR
Όρος: Excess lifetime risk
Μετάφραση: Επιπλέον διά βίου κίνδυνος

Όρος: Exchange capacity
Μετάφραση: Ανταλλακτική χωρητικότητα

Όρος: Exchange of waste
Μετάφραση: Ανταλλαγή αποβλήτων

Όρος: Exciter
Μετάφραση: Διεγέρτης

Όρος: Exclamation mark
Μετάφραση:

Όρος: Excluded
Μετάφραση: Αποκλειόμενη

Όρος: Exclusion criteria
Μετάφραση: Κριτήρια εξαίρεσης

Όρος: Exclusive use
Μετάφραση: Αποκλειστική χρήση

Όρος: Excretion
Μετάφραση: Έκκριση (π.χ. ούρων)

Όρος: execution record documentation
Μετάφραση: μητρώο έργου / φάκελος ποιότητας έργου

Όρος: Executive agencies
Μετάφραση: Εκτελεστικοί οργανισμοί

Όρος: Executive body
Μετάφραση: Εκτελεστικό όργανο

Όρος: Exemption
Μετάφραση: Απαλλαγή

Όρος: Exemptions from requirements
Μετάφραση: Εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις

Όρος: Exemptions to registration
Μετάφραση: Εξαιρέσεις στην καταχώριση

Όρος: Exertion
Μετάφραση: Καταπόνηση

Όρος: Exfoliated vermiculite
Μετάφραση: Διαφυλλισμένος βερμικουλίτης

Όρος: Exhalation
Μετάφραση: Εκπνοή

Όρος: Exhaled air
Μετάφραση: Εκπνεόμενο αέρα

Συντομογραφία: EGC
Όρος: Exhaust gas cleaning
Μετάφραση: μονάδα καθαρισμού καυσαερίων

Όρος: Exhaust gases
Μετάφραση: Καυσαέρια

Όρος: Exhausts
Μετάφραση: Καυσαέρια

Όρος: Existence
Μετάφραση: Ύπαρξη

Όρος: Existence value
Μετάφραση: Αξία ύπαρξης

Όρος: Existing active substance
Μετάφραση: Υπάρχουσα δραστική ουσία

Συντομογραφία: ENCS
Όρος: Existing and new chemical substances (Japan)
Μετάφραση: Υπάρχουσες και νέες χημικές ουσίες (Ιαπωνία)

Όρος: Existing establishment’
Μετάφραση: Υφιστάμενη μονάδα

Όρος: Existing installation
Μετάφραση: Υφιστάμενη εγκατάσταση

Όρος: Existing substances
Μετάφραση: Υπάρχουσες ουσίες, υφιστάμενες ουσίες

Συντομογραφία: ESR
Όρος: Existing Substances Regulation
Μετάφραση: Κανονισμός για τις υπάρχουσες ουσίες

Όρος: Exit
Μετάφραση: Έξοδος

Όρος: Exit slit
Μετάφραση: Σχισμή εξόδου

Όρος: Exothermic reaction
Μετάφραση: Εξώθερμη αντίδραση

Όρος: Expanded clay
Μετάφραση: Διογκωμένη άργιλος

Όρος: Expanded perlite
Μετάφραση: Διογκωμένος περλίτης

Όρος: Expanded perlite board
Μετάφραση: Πλάκα διογκωμένου περλίτη

Όρος: Expanded polysterene
Μετάφραση: Διογκωμένη πολυστερίνη

Όρος: Expanded polyvinyl chloride
Μετάφραση: Διογκωμένο πολυβινυλοχλωρίδιο

Όρος: Expanded rubber
Μετάφραση: Διογκωμένο ελαστικό

Όρος: Expanding foam
Μετάφραση: Διογκούμενος αφρός

Όρος: Expected error
Μετάφραση: Αναμενόμενο λάθος

Όρος: Expected value
Μετάφραση: Αναμενόμενη αξία

Όρος: Experience
Μετάφραση: Εμπειρία

Ακολουθήστε μας