Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 751 - 800, σε σύνολο 915
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Συντομογραφία:
ARDs
Όρος:
Asbestos related diseases
Μετάφραση:
Σχετιζόμενες με τον αμίαντο ασθένειες
Όρος:
Asbestos textiles
Μετάφραση:
Υφασμένος αμίαντος
Όρος:
Asbestos waste
Μετάφραση:
Απόβλητα αμιάντου
Συντομογραφία:
ACM
Όρος:
Asbestos –containing material
Μετάφραση:
υλικά που περιέχουν αμίαντο
Όρος:
Asbestos-cement
Μετάφραση:
Αμιαντοτσιμέντο
Όρος:
Asbestosis
Μετάφραση:
Αμιάντωση
Όρος:
Asbestosis
Μετάφραση:
Αμιάντωση
Όρος:
Ascending Paper Chromatography
Μετάφραση:
Ανιούσα χρωματογραφία χάρτου
Όρος:
Ascending-Descending Paper Chromatography
Μετάφραση:
Ανιούσα-κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Όρος:
Ascertain
Μετάφραση:
Εξακριβώνω
Όρος:
Ascorbic acid
Μετάφραση:
Ασκορβικό οξύ
Όρος:
Ascorbic acid or vitamin C
Μετάφραση:
Ασκορβικό οξύ ή βιταμίνη C
Όρος:
Aseptic technique
Μετάφραση:
Ασηπτική τεχνική
Όρος:
Ash
Μετάφραση:
Τέφρα
Όρος:
Ash dust
Μετάφραση:
Σκόνη τέφρας
Όρος:
Ashes and residues
Μετάφραση:
στάχτες και κατάλοιπα καύσης
Όρος:
Ashing
Μετάφραση:
Αποτέφρωση
Όρος:
Asparagine or aminosuccinamic acid
Μετάφραση:
Ασπαραγίνη
Όρος:
Aspartame
Μετάφραση:
Ασπαρτάμη
Όρος:
Aspartic acid or aminosuccinic acid
Μετάφραση:
Ασπαρτικό οξύ ή αμινοηλεκτρικό οξύ
Όρος:
Asphalt fume as benzene-soluble aerosol
Μετάφραση:
Καπνός ασφάλτου ως αερόλυμα διαλυτό στο βενζόλιο
Όρος:
Asphalt fumes
Μετάφραση:
Καπνοί ασφάλτου
Όρος:
Asphalt or petroleum coke or bitumen
Μετάφραση:
Άσφαλτος ή κώκ πετρελαίου ή βιτουμένιο
Όρος:
Asphyxiant
Μετάφραση:
Ασφυξιογόνα
Όρος:
Asphyxiating gas
Μετάφραση:
Ασφυξιογόνο αέριo
Όρος:
Asphyxiation
Μετάφραση:
Ασφυξία
Όρος:
Aspirate
Μετάφραση:
Αναρροφώ
Όρος:
Aspiration
Μετάφραση:
Αναρρόφηση
Όρος:
Aspiration hazard
Μετάφραση:
Κίνδυνος από αναρρόφηση
Όρος:
Aspiration toxicity
Μετάφραση:
Τοξικότητα αναρρόφησης
Όρος:
Aspirator polythene
Μετάφραση:
Δοχείο με βρύση και πώμα
Όρος:
Aspirin see acetylsalicylic acid
Μετάφραση:
Όρος:
assault
Μετάφραση:
Επίθεση
Όρος:
Assault / Attack
Μετάφραση:
Προσβολή/ Επίθεση
Όρος:
Assay
Μετάφραση:
Ποσοτικός προσδιορισμός
Όρος:
Assay value
Μετάφραση:
Τιμή προσδιορισμού
Όρος:
Assembly
Μετάφραση:
Συναρμολόγηση
Όρος:
Assembly and disassembly of prefabricated elements
Μετάφραση:
Συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση προκατασκευασμένων στοιχείων
Όρος:
Assembly line
Μετάφραση:
Γραμμή συναρμολόγησης
Όρος:
Assertion
Μετάφραση:
Θέση (προβαλλόμενη από τη διοίκηση)
Όρος:
Assessment
Μετάφραση:
Εκτίμηση, αξιολόγηση
Όρος:
Assessment and verification
Μετάφραση:
Εκτίμηση και εξακρίβωση
Όρος:
Assessment report
Μετάφραση:
Έκθεση αξιολόγησης
Όρος:
Assessor
Μετάφραση:
Αξιολογητής, εκτιμητής, πραγματογνώμονας
Όρος:
Assignable cause
Μετάφραση:
Διαπιστώμενο αίτιο
Όρος:
Assistance
Μετάφραση:
Βοήθεια
Συντομογραφία:
AST
Όρος:
Assistant
Μετάφραση:
Βοηθός
Όρος:
Associated apparatus
Μετάφραση:
Σχετιζόμενη συσκευή
Όρος:
association
Μετάφραση:
Συσχέτιση
Όρος:
Association of Greek Chemists
Μετάφραση:
Ένωση Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ)
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Current page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Next page
››
Last page
τελευταία »