Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 915
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Anaerobic conditions
Μετάφραση:
Αναερόβιες συνθήκες
Όρος:
Anaesthesia
Μετάφραση:
Αναισθησία, νάρκωση
Όρος:
Anaesthetic
Μετάφραση:
Αναισθητικό
Όρος:
Analgesia
Μετάφραση:
Αναλγησία
Όρος:
Analgesic
Μετάφραση:
Αναλγητικό
Συντομογραφία:
AoA
Όρος:
Analysis of alternatives
Μετάφραση:
Ανάλυση εναλλακτικών (ΑΕ)
Όρος:
Analyst
Μετάφραση:
Αναλυτής (ο αναλυτικός επιστήμονας)
Όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Αναλυτέα ουσία ή προσδιοριζόμενο συστατικό ή αναλύτης
Όρος:
Analytical chemistry
Μετάφραση:
Αναλυτική χημεία
Όρος:
Analytical determination
Μετάφραση:
Αναλυτικός προσδιορισμός
Συντομογραφία:
AG
Όρος:
Analytical grade or reagent grade
Μετάφραση:
Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Όρος:
Analytical information
Μετάφραση:
Αναλυτικές πληροφορίες
Όρος:
Analytical method
Μετάφραση:
Αναλυτική μέθοδος
Όρος:
Analytical parameter
Μετάφραση:
Αναλυτική παράμετρος
Όρος:
Analytical problem
Μετάφραση:
Αναλυτικό πρόβλημα
Όρος:
Analytical procedure
Μετάφραση:
Αναλυτική διαδικασία
Όρος:
Analytical response
Μετάφραση:
Αναλυτική απόκριση
Όρος:
Analytical technique
Μετάφραση:
Τεχνική ανάλυσης, αναλυτική τεχνική
Όρος:
Analyzer
Μετάφραση:
Αναλυτής (όργανο)
Όρος:
Anatomy
Μετάφραση:
Ανατομία
Όρος:
Anchor device
Μετάφραση:
Διάταξη αγκύρωσης
Όρος:
Androgen
Μετάφραση:
Ανδρογόνο
Όρος:
Anethole or oil of aniseed or 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση:
Ανηθόλη ή ανηθέλαιο
Όρος:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση:
Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Όρος:
Anhaesthetic gas
Μετάφραση:
Αναισθητικό αέριο
Όρος:
Anhydrite
Μετάφραση:
Ανυδρίτης
Όρος:
Anhydrous ammonia
Μετάφραση:
Άνυδρη αμμωνία
Όρος:
Aniline hydrochloride see anilinium chloride
Μετάφραση:
Όρος:
Aniline or aminobenzene or phenylamine
Μετάφραση:
Ανιλίνη ή αμινοβενζόλιο ή φαινυλαμίνη
Όρος:
Anilinium chloride or aniline hydrochloride
Μετάφραση:
Χλωριούχο ανιλίνιο ή υδροχλωρική ανιλίνη
Όρος:
Anilinium hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Όξινη θειική ανιλίνη
Όρος:
animal by-products
Μετάφραση:
ζωικά υποπροϊόντα
Όρος:
Animal material
Μετάφραση:
Ζωικά υλικά
Όρος:
Animal nutrition
Μετάφραση:
Διατροφή των ζώων
Όρος:
Anion
Μετάφραση:
Ανιόν
Όρος:
Anisaldehyde or p-methoxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Ανισαλδεΰδη ή p-μεθοξυβενζαλδεΰδη
Όρος:
Anisic acid or p-methoxybenzoic acid
Μετάφραση:
Ανισικό οξύ ή p-μεθοξυβενζοϊκό οξύ
Όρος:
Anisidine or methoxyaniline
Μετάφραση:
Ανισιδίνη ή μεθοξυανιλίνη
Όρος:
Anisole or methyl phenyl ether or methoxybenzene
Μετάφραση:
Ανισόλη ή μεθυλοφαινυλοαιθέρας ή μεθοξυβενζόλιο
Όρος:
Ankle
Μετάφραση:
Αστράγαλος
Όρος:
Annex
Μετάφραση:
Παράρτημα
Όρος:
Announcement
Μετάφραση:
Γνωστοποίηση
Συντομογραφία:
AA
Όρος:
Annual average
Μετάφραση:
Ετήσια μέση τμή
Όρος:
Annual dose
Μετάφραση:
Ετήσια δόση
Όρος:
Annual report
Μετάφραση:
Ετήσια έκθεση
Όρος:
Annualized cost
Μετάφραση:
Ετησιοποιημένο κόστος
Όρος:
Anodic stripping analysis
Μετάφραση:
Ανοδική αναδιαλυτική ανάλυση
Συντομογραφία:
ASV
Όρος:
Anodic stripping voltametry
Μετάφραση:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία
Όρος:
Anodizing
Μετάφραση:
Ανοδίωση, ανοδική οξείδωση
Όρος:
Anomalous error
Μετάφραση:
Ανώμαλο λάθος
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Current page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Next page
››
Last page
τελευταία »