Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7957 - 7992 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τελλουριούχο βισμούθιο
Αγγλικός όρος:
Bismuth telluride
Μετάφραση:
Bismuth telluride
Ελληνικός όρος:
Τέλος βάρδιας
Αγγλικός όρος:
End of shift
Μετάφραση:
End of shift
Ελληνικός όρος:
Τέλος της εργάσιμης εβδομάδας
Αγγλικός όρος:
End of workweek
Μετάφραση:
End of workweek
Ελληνικός όρος:
Τεμάχιο
Αγγλικός όρος:
Segment
Μετάφραση:
Segment
Ελληνικός όρος:
Τεμαχισμός
Αγγλικός όρος:
Scraping, fragmentation
Μετάφραση:
Scraping, fragmentation
Ελληνικός όρος:
Τεμεφώς
Αγγλικός όρος:
Temephos or temefos or abate
Μετάφραση:
Temephos or temefos or abate
Ελληνικός όρος:
Τενοντίτιδα
Αγγλικός όρος:
Tendinitis
Μετάφραση:
Tendinitis
Ελληνικός όρος:
Τερατογένεση
Αγγλικός όρος:
Teratogenesis
Μετάφραση:
Teratogenesis
Ελληνικός όρος:
Τερατογόνα
Αγγλικός όρος:
Teratogens
Μετάφραση:
Teratogens
Ελληνικός όρος:
Τερατογόνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Teratogenic substances
Μετάφραση:
Teratogenic substances
Ελληνικός όρος:
Τέρβιο
Αγγλικός όρος:
Terbium (Tb)
Μετάφραση:
Terbium (Tb)
Ελληνικός όρος:
Τερεβινθίνη ή τουρπεντίνη
Αγγλικός όρος:
Turpentine
Μετάφραση:
Turpentine
Ελληνικός όρος:
Τερεφθαλικό οξύ ή βενζολοδικαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Terephthalic acid or benzenedicarbonate
Μετάφραση:
Terephthalic acid or benzenedicarbonate
Ελληνικός όρος:
Τερηδόνα οδόντων που οφείλεται στην εργασία σε βιομηχανίες σοκολάτας, ζάχαρης και αλεύρων
Αγγλικός όρος:
Dental caries associated with work in the chocolate, sugar and flour industries
Μετάφραση:
Dental caries associated with work in the chocolate, sugar and flour industries
Ελληνικός όρος:
Τερματικό
Αγγλικός όρος:
Terminal, limiting device
Μετάφραση:
Terminal, limiting device
Ελληνικός όρος:
Τερματικός διακόπτης
Αγγλικός όρος:
Limited movement control device
Μετάφραση:
Limited movement control device
Ελληνικός όρος:
Τερπένια
Αγγλικός όρος:
Terpenes
Μετάφραση:
Terpenes
Ελληνικός όρος:
Τερπινένιο
Αγγλικός όρος:
Terpinene
Μετάφραση:
Terpinene
Ελληνικός όρος:
Τερφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Terphenyls
Μετάφραση:
Terphenyls
Ελληνικός όρος:
Τεστοστερόνη
Αγγλικός όρος:
Testosterone
Μετάφραση:
Testosterone
Ελληνικός όρος:
Τέτανος
Αγγλικός όρος:
Tetanus
Μετάφραση:
Tetanus
Ελληνικός όρος:
Τετρααιθοξυσιλάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetraethoxysilane, ethyl silicate
Μετάφραση:
Tetraethoxysilane, ethyl silicate
Ελληνικός όρος:
Τετρααιθυλιούχος μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Tetraethyl lead
Μετάφραση:
Tetraethyl lead
Ελληνικός όρος:
Τετρααλογονοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetrahaloethane
Μετάφραση:
Tetrahaloethane
Ελληνικός όρος:
Τετρααλογονοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Tetrahaloethylene
Μετάφραση:
Tetrahaloethylene
Ελληνικός όρος:
Τετραβρωμάνθρακας ή τετραβρωμιούχος άνθρακας ή τετραβρωμιούχο μεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetrabromomethane or carbon tetrabromide
Μετάφραση:
Tetrabromomethane or carbon tetrabromide
Ελληνικός όρος:
Τετραβρωμοαιθάνιο ή τετραβρωμιούχο ακετυλένιο ή τετραβρωμοακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Tetrabromoethane or acetylene tetrabromide or tetrabromoacetylene (TBE)
Μετάφραση:
Tetrabromoethane or acetylene tetrabromide or tetrabromoacetylene (TBE)
Ελληνικός όρος:
Τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Tetrabromodiphenyl ether
Μετάφραση:
Tetrabromodiphenyl ether
Ελληνικός όρος:
Τετραδεκανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Μετάφραση:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Τετραδεκυλαμίνη ή δεκατετραμίνη
Αγγλικός όρος:
Tetradecylamine
Μετάφραση:
Tetradecylamine
Ελληνικός όρος:
Τετρακαρβονυλονικέλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Μετάφραση:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Ελληνικός όρος:
Τετρακυανοκινοδιμεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetracyanoquinodimethan (TCNQ)
Μετάφραση:
Tetracyanoquinodimethan (TCNQ)
Ελληνικός όρος:
Τετρακυκλόνη
Αγγλικός όρος:
Tetracyclone
Μετάφραση:
Tetracyclone
Ελληνικός όρος:
Τετραλίνη ή 1,2,3,4-τετραϋδροναφθαλίνιο ή τετραϋδρογονομένη ναφθαλίνη
Αγγλικός όρος:
Tetralin or 1,2,3,4-tetrahydronaphthalene
Μετάφραση:
Tetralin or 1,2,3,4-tetrahydronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Τετραλόνη
Αγγλικός όρος:
Tetralone
Μετάφραση:
Tetralone
Ελληνικός όρος:
Τετραμεθυλενοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Tetramethylenediamine
Μετάφραση:
Tetramethylenediamine
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
218
Page
219
Page
220
Page
221
Τρέχουσα σελίδα
222
Page
223
Page
224
Page
225
Page
226
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »