Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 191Α_1920 | 195.39 KB |
το άρθρον 11 του νόµου 2193 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως διατάξεων εργατικών τινων νόµων», προτάσει του Ηµετέρου επί της Εθνικής Οικονοµίας Υπουργού, απεφασίσαµεν και διατάσσοµεν.
Αι διατάξεις του νόµου 551 «περί ευθύνης προς αποζηµίωσιν των εξ ατυχήµατος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», ως ετροποποιήθησαν δια του άρθρου 3 § 6 του νόµου 2114 και των άρθρων 1,2,3,4,5 και 12 § 1 του νόµου 2193, κωδικοποιούνται εις ενιαίον κείµενον νόµου έχον ως εξής :
Άρθρον 1.
Ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος, επερχόµενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων εν τη εκτελέσει τας εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου δικαιούµενα πρόσωπα δικαίωµα αποζηµιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήµατος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκησε πλέον των τεσσάρων ηµερών, εξαιρουµένης µόνον της περιπτώσεως καθ’ ήν ο παθών εκ προθέσεως προκάλεσε το επελθόν ατύχηµα.
Άρθρον 2.
Εις την κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσιν υποχρεούνται οι εργοδόται οικοδοµικών και άλλων τεχνικών έργων οι κύριοι επιχειρήσεων διεξαγοµένων εις παντός είδους βιοµηχανικά και βιοτεχνικά εργοστάσια, εργαστήρια, άλλους τόπους εργασίας ή συνεργεία, εν οις γίνεται χρήσις µηχανικών εργαλείων οι κύριοι επιχειρήσεων µεταφοράς δια γης ή ύδατος, φορτώσεως, εκφορτώσεως και αποθηκεύσεων παντός είδους’ οι κύριοι των µη περιλαµβανοµένων εν άρθρω του ΒΩΜΑ΄ νόµου της 21 Φεβρουαρίου 1901 επιχειρήσεων ορυχείων και λατοµείων, ως και πάσης εν γένει επιχειρήσεως ή εκµεταλλεύσεως, εν αις κατασκευάζονται ή χρησιµοποιούνται εκρηκτικαί ή τοξικαί ύλαι, ή γίνεται χρήσις µηχανής κινουµένης δια δυνάµεως άλλης, πλην της του ανθρώπου ή του ζώου.
Εις την αυτήν αποζηµίωσιν υποχρεούται το ∆ηµόσιον και παν εν γένει νοµικόν πρόσωπον, απασχολούν απ’ ευθείας εργάτας ή υπαλλήλους εις εργασίας ή επιχειρήσεις, περί ω το εδάφιον 1 του άρθρου τούτου.
Άρθρον 3.
Η κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσις :
1) Εν περιπτώσει πλήρους διαρκούς ανικανότητος, περιλαµβάνει εξ ετών µισθούς και δεν είνε κατωτέρα των πέντε χιλιάδων δραχµών, εάν δε το σύνολον των µισθών των εξ ετών υπερβαίνη τας δέκα χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των δέκα χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως.
2) Εν περιπτώσει µερικής διαρκούς ανικανότητος, περιλαµβάνει το εξαπλάσιον του ποσού, καθ’ ο ηλαττώθη ή δύναται να ηλαττώθη το ετήσιον εκ µισθού εισόδηµα του παθόντος, ουδέποτε δε είνε ολιγώτερον των δραχµών χιλίων πεντακοσίων επί ελαττώσεως δε υπερβαινούσης τας πέντε χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των πέντε χιλιάδων το εν τέταρτον της τοιαύτης υπερβάσεως.
3) Εν περιπτώσει πλήρους προσκαίρου ανικανότητος, µη παρατεινοµένης πέραν των δύο ετών, είνε ηµερησία και ίση προς το ήµισυ του µισθού, τον οποίον ελάµβανε ο παθών κατά την ηµέραν του ατυχήµατος καταβάλλεται δε από της πέµπτης µετά το ατύχηµα ηµέρας, ή από της ηµέρας ου ατυχήµατος, προκειµένου περί ανικανότης διαρκεσάσης πλέον των δέκα ηµερών,.
Μετά την παρέλευσιν τω δύο ετών, η ανικανότης θεωρείται διαρκής και το καταβληθέν λόγω προσκαίρου ανικανότης θεωρείται διαρκής και το καταβληθέν λόγω προσκαίρου ανικανότητος ποσόν εκπίπτεται εκ του ποσού της δια διαρκή ολικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νόµον, προσηκούσης αποζηµιώσεως.
4) Εν περιπτώσει µερικής προσκαίρου ανικανότητος, µη παρατεινοµένης πέραν των δύο ετών, είνε ηµερησία και ίση προς το ήµισυ της ελαττώσεως, την οποία εξ αυτής υφίσταται ή
δύναται να υποστή ο µισθός, όν ελάµβανεν ο παθών κατά την ηµέραν του ατυχήµατος, καταβάλλεται δε από της πέµπτης από το ατύχηµα ηµέρας, ή από της ηµέρας του ατυχήµατος, προκειµένου περί ανικανότητος διαρκεσάσης πέραν των δέκα ηµερών. Μετά την παρέλευσιν των δύο ετών, η ανικανότης θεωρείται ως διαρκής και το καταβληθέν, λόγω προσκαίρου ανικανότητος, ποσόν εκπίπτεται εκ του ποσού της δια διαρκή µερικήν ανικανότητα, κατά τον παρόντα νόµον, προσηκούσης αποζηµιώσεως.
5) Εν περιπτώσει θανάτου, περιλαµβάνει πέντε ετών µισθούς, ουδέποτε δε ολιγώτερον των εξ χιλιάδων δραχµών. Εάν δε το σύνολον των µισθών των πέντε ετών υπερβαίνη τας δέκα χιλιάδας δραχµάς, προστίθεται εις το ποσόν των δέκα χιλιάδων το έν τέταρτον της τοιαύτης
υπερβάσεως.
Άρθρον 4.
Προς καθορισµόν της κατά τα ανωτέρω άρθρα αποζηµιώσεως το µεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε µισθός α) προκειµένου µεν περί µαθητευοµένων ή περί εργατών, µη συµπληρωσάντων το 21 έτος, λογίζεται ίσος προς την αντιµισθίαν, ετέρων εργατών ή υπαλλήλων του αυτού φύλου και της αυτής κατηγορίας, εκ των ολιγώτερον αµειβοµένων, ουδέποτε όµως κατώτερος των πεντακοσίων δραχµών κατ’ έτος, β) προκειµένου δε περί οιουδήποτε άλλου εργάτου, λογίζεται ίσος προς την οπ’ αυτού και κατά τους προ του ατυχήµατος δώδεκα µήνας πραγµατικώς ληφθείσαν αντιµισθίαν, είτε εις χρήµατα, είτε εις είδος.
Εάν κατά την περίπτωσιν β΄ της προηγουµένης παραγράφου ο παθών απησχολήθη επί χρονικόν διάστηµα ολιγώτερου των δώδεκα µηνών προ του ατυχήµατος, ως βάσις του υπολογισµού της αποζηµιώσεως λαµβάνεται η πραγµατική αντιµισθία, ήν έλαβον από της προσλήψεώς του, ηυξηµένη κατά το ποσόν της αντιµισθίας, την οποίαν κατά το χρονικόν διάστηµα, το απαιτούµενον προς συµπλήρωσιν του προ του ατυχήµατος δωδεκαµήνου, ηδύνατο ούτος να λάβη επί τη βάσει της µέσης αντιµισθίας εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το ειρηµένον χρονικόν διάστηµα.
Εάν η εργασία δεν είνε διαρκής, ο ετήσιος µισθός υπολογίζεται τόσον επί τη βάσει της αντιµισθίας της υπό του παθόντος ληφθείσης κατά το χρονικόν διάστηµα της απασχολήσεώς του, όσον και επί τη βάσει των απολαβών του παθόντος κατά το προς συµπλήρωσιν του προ του ατυχήµατος δωδεκαµήνου χρονικόν διάστηµα.
Εάν κατά τας χρονικάς περιόδους, περί ων τα προηγούµενα εδάφια, ο παθών έµεινεν άνευ εργασίας, εκτάκτως ή δι’ αιτίας ανεξαρτήτους της θελήσεώς του, συνυπολογίζεται δια το χρονικόν τούτο διάστηµα ο κατά µέσον όρον µισθός των εργατών ή υπαλλήλων, των απασχοληθέντων κατά το χρονικόν διάστηµα της τοιαύτης ανεργίας.
Άρθρον 5.
Η κατά τας περιπτώσεις 3 και 4 του άρθρου 3 καταβλητέα αποζηµίωσις οφείλεται δι’ όλας ανεξαιρέτως τας ηµέρας και πληρώνεται κατά τας διατάξεις του νόµου ∆Α΄ της 24 Ιανουαρίου 1912 και του προς εκτέλεσιν αυτού Β. διατάγµατος της 24 Σεπτεµβρίου 1912, προκειµένου περί εργασιών και επιχειρήσεων υπαγοµένων εις τα ∆Α΄ νόµον. Κατά του εργοδότου των τοιούτων εργασιών ή επιχειρήσεων επιβάλλονται αι του άρθρου 2 του ∆Α΄ νόµου ποιναί, εν περιπτώσει αδικαιολογήτου καθυστερήσεως της πληρωµής τοιαύτης αποζηµιώσεως, τελεσιδίκως επιδεδικασµένης ή συµβατικώς αναγνωρισθείσης.
Αλλοδαποί, δικαιούνται εις πληρωµήν, της κατά τας περιπτώσεις 3 και 4 του άρθρου 3 αποζηµιώσεως, µόνο εφ’ όσον διαµένουν εν Ελλάδι, εν δε τη περιπτώσει 5 του αυτού άρθρου, µόνον εφ’ όσον διέµενον εν Ελλάδι κατά τον χρόνον του δυστυχήµατος.
∆ια συµβάσεως µετά της Πολιτείας του αλλοδαπού, συναπτοµένης υπό τον όρον της αµοιβαιότητος, δύνανται να αναγνωρισθώσιν υπέρ του αλλοδαπού, δια τας περιπτώσεις των αριθµών 3, 4 και 5 του άρθρου 3, όµοια προς τα του ηµεδαπού δικαιώµατα.
Άρθρον 6.
Εν περιπτώσει θανάτου του παθόντος, η κατά το άρθρον 3, περίπτωσις 5, αποζηµίωσις περιέρχεται εις τους συγγενείς αυτού ως εξής:
1) Ο επιζών σύζυγος, εάν ο παθών δεν κατέλιπέ τινα των εν τοις εποµένοις εδαφίοις οριζοµένων συγγενών, λαµβάνει ολόκληρον την αποζηµίωσιν.
Ο επιζών σύζυγος, συντρέχων µεν µετά κατιόντων, λαµβάνει τα δύο πέµπτα της αποζηµιώσεως, των λοιπών τριών πέµπτων διανεµοµένων µεταξύ των κατιόντων κατά τα κατωτέρω περί κατιόντων οριζόµενα’ συντρέχων δε µετ’ ανιόντων λαµβάνει το ήµισυ της αποζηµιώσεως, του ετέρου ηµίσεος διανεµοµένου µεταξύ των ανιόντων, κατά τα κατωτέρω περί ανιόντων οριζόµενα συντρέχων δε µετ’ αδελφών λαµβάνει τα τρία πέµπτα, των λοιπών δύο πέµπτων διανεµοµένων µεταξύ των αδελφών κατά τα κατωτέρω επί των αδελφών οριζόµενα. Ουδέν δικαίωµα έχει ο µετά το ατύχηµα γενόµενος σύζυγος του παθόντος.
2) Το µετά την αφαίρεσιν του µεριδίου του επιζώντος συζύγου ποσόν της αποζηµιώσεως, ή µη υπάρχοντος συζύγου, ολόκληρος η αποζηµίωσις περιέρχεται εις τους κατωτέρω οριζοµένους συγγενείς του παθόντος.
α) Εάν ο παθών κατέλιπε νόµιµα ή ανεγνωρισµένα ή φυσικά, επί γυναικός τέκνα, ή άλλους κατιόντας ζώντας εις βάρος αυτού, πάντας δε αγάµους και, προκειµένου περί αρσένων, ηλικίας κατωτέρας των 21 ετών, ή οιασδήποτε ηλικίας κατιόντας, ανικάνους προς εργασίαν, ένεκεν
σωµατικού ή διανοητικού ελαττώµατος, ο ειρηνοδίκης προσδιορίζει δι’ αποφάσεως του κατά την κρίσιν του την µερίδα των υπαρχόντων ανικάνων προς εργασίαν, το δε υπόλοιπον διανέµεται εξ ίσου εις πάντας τους λοιπούς. Εις το ήµισυ του ούτως αναλογούντος ποσού της
αποζηµιώσεως δικαιούνται τα άρρενα τα άγοντα ηλικίαν µεταξύ 18 και 21 ετών και τα άγαµα θήλεα τα υπερβάντα το 21ο έτος της ηλικίας των. Το δε έτερον ήµισυ διανέµεται µεταξύ των λοιπών προς επαύξησιν της µερίδος των, και εάν τοιούτοι δεν υπάρχωσι διανέµεται εις τους άλλους, κατά τα κατωτέρω δικαιουµένους.
β) Εάν ο παθών δεν κατέλειπε τους κατά το προηγούµενον εδάφιον δικαιουµένους κατιόντας ή κατέλειπε µόνον τοιούτους, δικαιουµένους εις το ήµισυ της αποζηµιώσεως, το διαθέσιµον ποσόν της αποζηµιώσεως περιέρχεται εις τους αποµένοντας και ζώντας εις βάρος του παθόντος ανιόντας.
γ) Εάν ο παθών δεν κατέλειπε κατιόντας ή ανιόντας, δικαιουµένους κατά τας προηγουµένας περιπτώσεις α΄ και β΄, κατέλιπεν όµως αδελφούς αγάµους και άγοντας ηλικίαν κατωτέραν µέν των 18 ετών, προκειµένου περί αρρένων, κατωτέραν δε των 21 προκειµένου περί αρρένων, κατωτέρω δε των 21 προκειµένου περί θηλέων, ή άγοντες οιανδήποτε ηλικίαν, ανικάνους όµως προς εργασίαν, ένεκα σωµατικού ή διανοητικού ελαττώµατος, το διαθέσιµον ποσόν της αποζηµιώσεως περιέρχεται εις τα πρόσωπα ταύτα, εάν έζων εις βάρος του παθόντος, διανεµοµένον µεταξύ αυτών, κατά τα περί κατιόντων ορισθέντα.
δ) Εάν ο παθών δεν κατέλιπε σύζυγον ή άλλον εκ των ανωτέρω απαριθµηθέντων συγγενών ή προκειµένου περί αλλοδαπών, ούτοι δεν διέµενον εν Ελλάδι κατά τον χρόνον του δυστυχήµατος, ή εάν δεν διενεµήθη µεταξύ αυτών ολόκληρος η αποζηµίωσις, το διαθέσιµον ποσόν αποζηµιώσεως επιδιώκεται δικαστικώς ή εξωδίκως υπό του Υπουργού της Εθνικής Οικονοµίας και κατατίθεται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος εις έντοκον λογαριασµόν και εις πίστωσιν του «Ταµείου Προνοίας υπέρ των Εργατών».
Ως προς τας δια την εφαρµογήν του άρθρου τούτου αναγκαίας πιστοποιήσεις, τηρούνται αι διατάξεις του άρθρου 128 του λογιστικού νόµου περί συντάξεων».
Άρθρον 7.
Ο υπεύθυνος εις αποζηµίωσιν υποχρεούται προσέτι να πληρώνη τα ιατρικά και φαρµακευτικά έξοδα και τα έξοδα νοσηλείας δια την κηδείαν δε του παθόντος, δραχµάς εξήκοντα.
Ο παθών δύναται ο ίδιος να εκλέξη ιατρόν και φαρµακοποιόν δικαιούται όµως ο εις αποζηµίωσιν, υπόχρεως να διορίση δι’ απλής επιστολής, θεωρουµένης υπό του Ειρηνοδίκου, ιατρόν, όστις επισκέπτεται καθ’ εβδοµάδα τον παθόντα επί παρουσία του θεράποντος ιατρού ειδοποιηµένου προς τούτο προ µιας ηµέρας δια συστηµένης επιστολής αν ο παθών αρνήται να δεχθή την επίσκεψιν ο ειρηνοδίκης δι’ αποφάσεως διατάσσει την αναστολήν της πληρωµής της αποζηµιώσεως και της νοσηλείας εάν οι ιατροί διαφωνήσουν, αποφαίνεται ο ειρηνοδίκης, διατάσσων εν ανάγκη πραγµατογνωµοσύνην.
Εν ουδεµιά περιπτώσει τα ιατρικά και φαρµακευτικά έξοδα ως και τα έξοδα νοσηλείας δύνανται εν συνόλω να υπερβαίνωσι τας 10 δραχµάς ηµερησίως, ουδέ να πληρώνονται πέραν των δύο ετών.
Οι ιατροί, φαρµακοποιοί, διευθυνταί κλινικών και πας καταβάλλων το κατά το παρόν άρθρον έξοδα, δύνανται να ενάγουν απ’ ευθείας τον προς αποζηµίωσιν υπόχρεων.
Άρθρον 8.
Εις τας κατά το άρθρον 2 εργασίας και επιχειρήσεις, καθ’ ας µεσολαβούσιν εργοδόται ή υπεργολάβον, η κατά το άρθρον 1 αποζηµίωσις βαρύνει αλληλεγγύως µετά του κυρίου της επιχειρήσεως τον υπεργοδότην ή υπεργολάβον, δικαιουµένου του καταβαλόντος εις αναγωγήν κατά τας διατάξεις του αστικού δικαίου.
Εάν όµως το ατύχηµα συνέβη εις ερασίας ή επιχειρήσεις, εκτελουµένας δια λογαριασµόν του ∆ηµοσίου ή άλλου νοµικού προσώπου, αλλά δια παραχωρήσεως ή εργολαβίας, η αποζηµίωσις οφείλεται µόνον υπό του αναδόχου ή του εργολάβου ή υπεργολάβου, ή επί πλειόνων αναδόχων, εργολάβων και υπεργολάβων, υπό πάντων των προσώπων τούτων αλληλεγγύως, κατά τους όρους του προηγουµένου εδαφίου.
Άρθρον 9.
Πάσα κατά τον παρόντα νόµον αξίωσις του παθόντος ή των αντ’ αυτού δικαιουµένων προσώπων, εξασφαλίζεται δια προνοµίου επί της κινητής ή ακινήτου περιουσίας του υπόχρεου, φυσικού ή νοµικού προσώπου, πλην του ∆ηµοσίου. Το προνόµιον τούτο έπεται των προνοµίων των άρθρων 941 και 991 αριθ. 2 Πολ. ∆ικονοµίας.
Άρθρον 10.
Ο εργοδότης των εν άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, ένθα συνέβη ατύχηµα του άρθρου 1, ή ο αναπληρωτής αυτού, υποχρεούται, αν τούτο προκαλέση ανικανότητα πλέον της εβδοµάδος, να βεβαιώση, εντός δέκα πέντε ηµερών από του ατυχήµατος, εγγράφως και ενόρκως, ενώπιον του Ειρηνοδίκου του τόπου του ατυχήµατος, µετά δύο αυτοπτών µαρτύρων, αν υπάρχωσι τοιούτοι, τας λεπτοµέρειας του ατυχήµατος, την ηµέραν, καθ’ ην συνέβη, το όνοµα και τον τόπον της καταγωγής του παθόντος.
Εντός της αυτής προθεσµίας και επιµελεία του εργοδότου, ο θεραπεύων ιατρός οφείλει να βεβαιώση ενόρκως και εγγράφως ενώπιον του αυτού Ειρηνοδίκου την κατάστασιν του παθόντος και την πιθανήν έκβασιν του παθήµατος.
Επιβάλλεται πρόστιµον πεντήκοντα µέχρι διακοσίων δραχµών εις τον υπαίτιον της παραλείψεως της κατά το άρθρον τούτο βεβαιώσεως.
Άρθρον 11.
Οι συγγενείς του παθόντος, αυτός ο παθών, παν µέλος εργατικής ενώσεως, και πας άλλος ιδιώτης, δικαιούνται να ζητήσουν όπως ενώπιον του αυτού Ειρηνοδίκου καταθέσωσιν ενόρκως ότι γνωρίζουν περί του ατυχήµατος και των περιστάσεων, υφ’ ας εγένετο.
Οι συγγενείς του παθόντος ή αυτός ο παθών οφείλουσιν εντός τριών ηµερών αφ’ ης αντελήφθησαν το ατύχηµα, να αναγγείλωσι τούτο εις τον εργοδότην και εις τον αστυϊατρον του τόπου, όστις εκδίδει ατελώς και άνευ άλλης διατυπώσεως πιστοποίησιν περί της αναγγελίας και του είδους του αναγγελθέντος ατυχηµάτος.
Άρθρον 12.
Η αποδεικτική δύναµις των κατά τα άρθρα 10 και 11 βεβαιώσεων απόκειται εις την ελευθέραν κρίσιν του δικαστού του δικάζοντος περί της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως, αττνίγραφα δε των βεβαιώσεων τούτων χορηγούνται εις τον παθόντα ή τους συγγενείς του εφ’ απλού χάρτου.
Άρθρον 13.
Αι εκ των διατάξεων του παρόντος νόµου απορρέουσαι αγωγαί υπάγονται, ανεξαρτήτως ποσού, εις την αρµοδιότητα του Ειρηνοδίκου της κατοικίας του εναγοµένου ή του τόπου, όπου συνέβη το ατύχηµα.
Ο εργοδότης των εν άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, ένθα συνέβη ατύχηµα του άρθρου 1, ή ο αναπληρωτής αυτού, υποχρεούται, αν τούτο προκαλέση ανικανότητα πλέον της εβδοµάδος, να βεβαιώση, εντός δέκα πέντε ηµερών από του ατυχήµατος, εγγράφως και ενόρκως, ενώπιον του Ειρηνοδίκου του τόπου του ατυχήµατος, µετά δύο αυτοπτών µαρτύρων, αν υπάρχωσι τοιούτοι, τας λεπτοµέρειας του ατυχήµατος, την ηµέραν, καθ’ ην συνέβη, το όνοµα και τον τόπον της καταγωγής του παθόντος.
Εντός της αυτής προθεσµίας και επιµελεία του εργοδότου, ο θεραπεύων ιατρός οφείλει να βεβαιώση ενόρκως και εγγράφως ενώπιον του αυτού Ειρηνοδίκου την κατάστασιν του παθόντος και την πιθανήν έκβασιν του παθήµατος.
Επιβάλλεται πρόστιµον πεντήκοντα µέχρι διακοσίων δραχµών εις τον υπαίτιον της παραλείψεως της κατά το άρθρον τούτο βεβαιώσεως.
Άρθρον 14.
Πάσα συµφωνία, αντικειµένη αµέσως ή εµµέσως εις τας διατάξεις του παρόντος νόµου, είνε άκυρος, εφ’ όσον µειώνει τας υποχρεώσεις του εργοδότου.
Συµβιβασµός επιτρέπεται υπό τους εξής όρους: α΄) ενεργείται µόνον δια του Ειρηνοδίκου, β΄) εις τας περιπτώσεις 1 και 5 του άρθρου 3 του νόµου το ποσόν του συµβιβασµού δεν δύναται να είνε µικρότερον του εις ο κατά τον νόµον δικαιούνται ο ενάγων ειµή το πολύ 15%. Εις τας λοιπάς περιπτώσεις του αυτού άρθρου δύνανται οι ενδιαφερόµενοι ν’ αναθέσωσιν τον προσδιορισµόν της αποζηµιώσεως εις την διαιτησίαν του Προέδρου των Πρωτοδικών, εφαρµοζοµένων επί ταύτης αναλόγως των σχετικών διατάξεων της Πολιτικής ∆ικονοµίας. Η διαιτητική απόφασις δεν υπόκειται εις ένδικον µέσον. Τα περί διαιτησίας συνοποσχετικά συντάσσονται εφ’ απλού χάρτου.
Άρθρον 15.
Αι κατά τον παρόντα νόµον απαιτήσεις ούτε συµψηφίζονται ούτε κατάσχονται, ούτε εκχωρούνται, πάσα δε κατάσχεσις ή εκχώρησις είνε αυτοδικαίως άκυρος.
Τα πληρεξούσια, τα επιδοτήρια, τα αντίγραφα, τα εξοφλητήρια, η κατά το άρθρον 7 επιστολή και βεβαίωσις, αι αποφάσεις και τα παντός είδους διαδικαστικά ή εκτελέσεως ή άλλα, συνεπεία του παρόντος νόµου, συντασσόµενα έγγραφα γράφονται εφ’ απλού χάρτου, και δεν υποβάλλωνται εις άλλο τι τέλος.
Άρθρον 16.
Οι παθόντες εξ ατυχήµατος του άρθρου 1, δυναµένου ν’ αποδοθή εις δόλον του εργοδότου ή του υπ’ αυτού προστηθέντος προσώπου, ως και τα αντ’ αυτών κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 δικαιούµενα πρόσωπα, έχουσι το εκλεκτικόν δικαίωµα ν’ ασκώσιν είτε την εκ του παρόντος νόµου, είτε την εκ του κοινού αστικού δικαίου προσήκουσιν αυτοίς προς αποζηµίωσιν αξίωσιν.
Το αυτό ισχύει και δια την περίπτωσιν, καθ’ ήν το ατύχηµα επήλθεν εν εργασία ή επιχειρήσει, εν η δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών περί των όρων ασφαλείας και ένεκα της µη τηρήσεως τούτων.
Η υπό των αυτών προσώπων αίτησις ή αποδοχή των κατά το άρθρον 7 οφειλοµένων εξόδων µόνον, ουδέποτε δύναται να ερµηνευθή, ως δηλούσα επιλογήν της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως.
Εν περιπτώσει επιλογής της κατά τον παρόντα νόµον αποζηµιώσεως, τα αυτά πρόσωπα διατηρούσι την, κατά το κοινόν αστικόν δίκαιον, προσήκουσαν αυτοίς αξίωσιν εναντίον του υπαιτίου του ατυχήµατος προσώπου, εφ’ όσον αυτό είνε διάφορον του κατά τον παρόντα νόµον
προς αποζηµίωσιν υποχρέου.
Εάν ο υπόχρεως εις αποζηµίωσιν αποδείξη ότι το ατύχηµα επήλθεν εξ αµελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωµα να µειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της, κατά το άρθρον 3, οφειλοµένης αποζηµιώσεως, αλλ’ ουχί κατωτέρω του ηµίσεος αυτού. Αµέλεια υφίσταται µόνον, εάν ο παθών, αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόµων ή διαταγµάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισµών περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρµοδίας δηµοσίας αρχής ή εκδοθέντων µεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ’ όσον οι κανονισµοί είνε ανηρτηµένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή µέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο µείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσίς τις εκ των εκ τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζοµένων.
Άρθρον 17.
Πάσα εκ του παρόντος νόµου αξίωσις παραγράφεται µετά τριετίαν από ατυχήµατος απέναντι όµως του εργοδότου, µη συµµορφωθέντος προς τας διατάξεις του άρθρου 10, χωρεί µόνον η κοινή παραγραφή.
Η παραγραφή των αξιώσεων των αντί του παθόντος, κατά τας διατάξεις του άρθρου 8, δικαιουµένων προσώπων, άρχεται από του θανάτου του παθόντος.
Άρθρον 18.
∆εν ισχύουσιν αι διατάξεις του νόµου τούτου προκειµένου, περί υπαλλήλων και εργατών σιδηροδροµικών εταιρειών, αίτινες ίδρυσαν ταµεία συντάξεων, συµφώνως προς τας διατάξεις του νόµου ΓΣΚ΄ (υπ’ αριθ. 3220) της 9 Ιουνίου 1907 περί του ταµείου συντάξεων του προσωπικού της Εταιρείας Σιδηροδρόµων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου, και µόνον εφ’ όσον τα ταµεία ταύτα χορηγούσι σύνταξιν εις τον εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής ταύτης ατυχήσαντα εργάτην ή υπάλληλον, και εφ’ όσον η σύνταξις αύτη κεφαλιοποιουµένη, κατά την κρίσιν του δικαστού, συµπληροί το κατά τον παρόντα νόµον καταβλητέον ποσόν αποζηµιώσεως άλλως δικαιούται ο παθών να ζητήση, κατά τον νόµον, την συµπλήρωσιν του ποσού.
Προκειµένου περί εργατών, µεταλλείων, µεταλλειουργείων κ.λπ., εφ’ όσον δι’ αυτούς ισχύουσιν αι διατάξεις του νόµου ΒΩΜΑ΄, «περί περιθάλψεως των εν τοις µεταλλείοις ακι µεταλλουργείοις παθόντων και των οικογενειών αυτών», ως ετροποποιήθη ούτος δια των νόµων, Γ ΠΑ΄ και 2114, ο παθών ή οι συγγενείς αυτού δικαούνται να αξιώσωσι την εφαρµογήν του άρθρου 3 του παρόντος, καταβαλλοµένης της αποζηµιώσεως εξ ολοκλήρου υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επί στερήσει παντός περαιτέρω δικαιώµατος προς σύνταξιν. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο καθορισµός του έτους και του µισθού γίνεται συµφώνως προς τας διατάξεις τουως άνω νόµου ΒΩΜΑ΄ ως ετροποιήθη, η δε ελάττωσις του ηµεροµισθίου επί µερικής ανικανότητος λογίζεται ίση προς το 1/3 του ηµεροµισθίου του παθόντος.
Προκειµένου περί εργατών θαλάσσης, αι διατάξεις του παρόντος νόµου εφαρµόζονται, επιφυλασσοµένης πάντοτε της εφαρµογής του νόµου ΓΣΚΣ΄ περί Ναυτικού Αποµαχικού Ταµείου.
Άρθρον 19.
Τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου επιβαλλόµενα πρόστιµα εισπράττονται κατά τας διατάξεις των νόµων περί εισπράξεως των δηµοσίων εσόδων και κατατίθενται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος εις έντοκον λογαριασµόν και εις πίστωσιν του «Ταµείου Προνοίας υπέρ των Εργατών».
∆ι’ ειδικού νόµου θέλουσι κανονισθή τα της διαθέσεως του κεφαλαίου τούτου.
Αι προς εφαρµογήν του νόµου τούτου απαιτούµεναι διατάξεις ορίζονται Β. διατάγµατος.
Η ισχύς του άρθρου 3 του παρόντος εκτείνεται αναδροµικώς επί αγωγών εκκρεµουσών κατά την δηµοσίευσιν του νόµουυ 2193 ενώπιον του αρµοδίου δικαστηρίου, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθή επ’ αυτών τελεσίδικος απόφασις και εφόσον το σχετικόν ατύχηµα έλαβε χώραν µετά την 1ην Ιανουαρίου 1917.
Εις τον Ηµέτερον επί της Εθνικής Οικονοµίας Υπουργόν ανατίθεµεν την δηµοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
Εν Αθήναις τη 24 Ιουλίου 1920.
ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ
Ο επί της Εθνικής Οικονοµίας Υπουργός
Κ. Σπυρίδης