Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 2351 - 2400, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Compression
Μετάφραση: Συμπίεση

Όρος: Compression behaviour
Μετάφραση: Συμπεριφορά σε θλίψη

Όρος: Compression test
Μετάφραση: Δοκιμή σε θλίψη

Όρος: Compressive creep
Μετάφραση: Θλιπτικός ερπυσμός

Όρος: Compressive strength
Μετάφραση: Αντοχή σε θλίψη, αντοχή σε συμπίεση, θλιπτική αντοχή

Όρος: Compressive stress
Μετάφραση: Τάση θλίψης

Όρος: Compressor
Μετάφραση: Συμπιεστής

Όρος: Compulsory work
Μετάφραση: Υποχρεωτική εργασία

Όρος: Computation
Μετάφραση: Υπολογισμός

Όρος: Computational chemistry
Μετάφραση: Υπολογιστική χημεία

Όρος: Computer
Μετάφραση: Ηλεκτρονικός υπολογιστής

Συντομογραφία: CAT
Όρος: Computer of average transients
Μετάφραση: Υπολογιστής των μέσων μεταβατικών τιμών

Όρος: Computer-assisted audit techniques
Μετάφραση: Μηχανογραφημένες ελεγκτικές τεχνικές

Όρος: Computing integrators
Μετάφραση: Υπολογιστικοί ολοκληρωτές

Όρος: Concealing
Μετάφραση: Επικάλυψη

Όρος: Concentration
Μετάφραση: Συγκέντρωση

Όρος: Concentration limit
Μετάφραση: Όριο συγκέντρωσης

Όρος: Concentration loss
Μετάφραση: Αδυναμία συγκέντρωσης

Όρος: Concentration of highly hazardous mixtures
Μετάφραση: Συγκέντρωση εξαιρετικά επικίνδυνων μειγμάτων

Όρος: Concentration of ingredient
Μετάφραση: Συγκέντρωση συστατικού

Όρος: Concentration of test substance
Μετάφραση: Συγκέντρωση της ελεγχόμενης ουσίας

Όρος: Concentration range
Μετάφραση: Εύρος συγκέντρωσης

Όρος: Concentration-response relationship, where possible
Μετάφραση: Σχέση συγκέντρωσης-απόκρισης, όπου είναι δυνατόν

Όρος: Concession
Μετάφραση: Αποδοχή παρέκκλισης (π.χ. σε προδιαγραφές)

Όρος: Conclusions
Μετάφραση: Συμπεράσματα

Όρος: Concordance
Μετάφραση: Συμφωνία

Όρος: Concrete
Μετάφραση: Σκυρόδεμα

Όρος: Concrete block
Μετάφραση: Μπλοκ σκυροδέματος

Όρος: Concrete breakers
Μετάφραση: Θραυστήρες σκυροδέματος

Όρος: Concrete mix container
Μετάφραση: Μπετονιέρα επί οχήματος

Όρος: Concrete mixer
Μετάφραση: Μπετονιέρα

Όρος: Concrete restoration
Μετάφραση: Αποκατάσταση σκυροδέματος

Όρος: Concrete spraying work
Μετάφραση: Ψεκασμός σκυροδέματος

Όρος: Concreting
Μετάφραση: Σκυροδέτηση

Όρος: Concussion
Μετάφραση: Διάσειση

Όρος: Condensation
Μετάφραση: Συμπύκνωση

Όρος: Condensation particle counter
Μετάφραση: Μετρητής συμπύκνωσης σωματιδίων

Όρος: Condensed
Μετάφραση: Συμπυκνωμένο

Όρος: Condenser liebig
Μετάφραση: Ψυκτύρα Liebig

Όρος: Conditional formation constant
Μετάφραση: Πραγματική σταθερά σχηματισμού ή σταθερά σχηματισμού υπό όρους

Όρος: Conditioning
Μετάφραση: Εγκλιματισμός (π.χ. αέρα)

Όρος: Conditions for renewal
Μετάφραση: Όροι ανανέωσης

Όρος: Conditions of restriction
Μετάφραση: Όροι περιορισμού

Όρος: Conditions of use
Μετάφραση: Συνθήκες χρήσης

Όρος: Conduction
Μετάφραση: Αγωγή (π.χ. θερμότητας)

Όρος: Conductivity
Μετάφραση: Αγωγιμότητα

Όρος: Conductor
Μετάφραση: Αγωγός (π.χ. ηλεκτρισμού, θερμότητας)

Όρος: Conductor terminations
Μετάφραση: Ακροδέκτες αγωγών

Όρος: Conduit or duct
Μετάφραση: Αγωγός (π.χ υδραυλικός, αερίων)

Όρος: Conduit system
Μετάφραση: Σύστημα σωλήνων

Ακολουθήστε μας