Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 9101 - 9150, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Propyl naphthalene
Μετάφραση: Προπυλοναφθαλίνιο

Όρος: Propyl nitrate or nitric acid propyl ester
Μετάφραση: Νιτρικό προπύλιο ή νιτρικός προπυλεστέρας

Όρος: Propyl vinyl ether
Μετάφραση: Προπυλοβινυλαιθέρας

Όρος: Propylacetone see methyl butyl ketone
Μετάφραση:

Όρος: Propylamine or 1-aminopropane
Μετάφραση: Προπυλαμίνη ή 1-αμινοπροπάνιο

Όρος: Propylene bromide see 1,2-dibromopropane
Μετάφραση:

Όρος: Propylene chlorohydrin or 1-chloro-2-propanol
Μετάφραση: Προπυλοχλωροϋδρίνη ή 1-χλωρο-2-προπανόλη

Όρος: Propylene dichloride or 1,2-dichloropropane
Μετάφραση: Διχλωροπροπυλένιο ή 1,2-διχλωροπροπάνιο

Όρος: Propylene glycol
Μετάφραση: Προπυλενογλυκόλη

Συντομογραφία: PGDN
Όρος: Propylene glycol dinitrate
Μετάφραση: Δινιτρική προπυλενογλυκόλη

Συντομογραφία: PGME
Όρος: Propylene glycol methyl ether, 1-methoxy-2-propanol, monopropylene glycol methyl ether
Μετάφραση: Προπυλενογλυκολομονομεθυλαιθέρας ή μεθυλοπροπυλενογλυκόλη ή 1-μεθοξυ-2-προπανόλη ή μεθυλαιθέρας της προπυλενογλυκόλης

Όρος: propylene glycol monomethyl ether acetate
Μετάφραση:

Όρος: Propylene imine
Μετάφραση: Προπυλενοϊμίνη

Όρος: Propylene oxide or epoxypropane or methyl oxirane
Μετάφραση: Προπυλενοξείδιο ή οξείδιο του προπυλενίου ή εποξυπροπάνιο ή μεθυλοξιράνιο

Όρος: Propylene see propene
Μετάφραση:

Όρος: Propylenediamine or 1,2-propanediamine
Μετάφραση: Προπυλενοδιαμίνη ή 1,2-προπανoδιαμίνη

Όρος: Propyne or methylacetylene
Μετάφραση: Προπίνιο ή μεθυλακετυλένιο

Όρος: Propynyllithium
Μετάφραση: Προπινυλολίθιο

Όρος: Prority pollutants
Μετάφραση: Πρωτογενείς ρύποι

Όρος: Prosecutions
Μετάφραση: Ποινικές κυρώσεις (διώξεις)

Όρος: Prospective
Μετάφραση: Προσδοκώμενος

Όρος: Prospective financial statements
Μετάφραση: Προϋπολογιστικές οικονομικές καταστάσεις

Όρος: Prospective studies or Cohort studies
Μετάφραση: Προοπτικές μελέτες

Όρος: Protactinium
Μετάφραση: Πρωτακτίνιο

Όρος: Protect from moisture
Μετάφραση: Προστατέψτε από την υγρασία

Όρος: Protect from moisture.
Μετάφραση: Προστατέψτε από την υγρασία

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protect from sunlight
Μετάφραση: Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες

Όρος: Protected IBC
Μετάφραση: Προστατευόμενο IBC

Όρος: protected zones
Μετάφραση: Προστατευμένες ζώνες

Όρος: Protection
Μετάφραση: Προστασία ή προφύλαξη

Όρος: Protection against corrosion
Μετάφραση: Αντιδιαβρωτική προστασία

Όρος: Protection of particularly sensitive areas
Μετάφραση: Προστασία ευαίσθητων περιοχών

Όρος: Protection of Pregnant, Post Natal and Breastfeeding Employees
Μετάφραση: Προστασία Εγκύων, Λεχώνων και Γαλουχουσών Εργαζομένων

Όρος: Protection of stranded ends
Μετάφραση: Προστασία πολύκλωνων άκρων

Όρος: Protection target
Μετάφραση:

Όρος: Protective and preventive services
Μετάφραση: Υπηρεσίες προστασίας και πρόληψης

Όρος: Protective apron
Μετάφραση: Προστατευτική ποδιά

Όρος: Protective cap
Μετάφραση: Προστατευτικό πώμα

Όρος: Protective clothing
Μετάφραση: Προστατευτική ενδυμασία

Όρος: Protective devices
Μετάφραση: Προστατευτικές συσκευές

Συντομογραφία: PELV
Όρος: Protective extra-low voltage
Μετάφραση: Πολύ χαμηλή τάση προστασίας

Όρος: Protective film
Μετάφραση: Προστατευτικό υμένιο

Όρος: Protective gloves
Μετάφραση: Προστατευτικά γάντια

Όρος: Protective measure
Μετάφραση: Προστατευτικό μέτρο, μέτρο προστασίας

Όρος: Protective system
Μετάφραση: Σύστημα προστασίας

Όρος: Protective work socks
Μετάφραση: Προστατευτικές κάλτσες εργασίας

Όρος: Protein
Μετάφραση: Πρωτεΐνη

Ακολουθήστε μας