Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 8951 - 9000, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Preservative
Μετάφραση: Συντηρητικό

Όρος: Presidencial decree
Μετάφραση: Προεδρικό διάταγμα (Π.Δ)

Όρος: Press
Μετάφραση: Πρέσα

Όρος: Press brakes
Μετάφραση: Στράντζες

Όρος: Press welder
Μετάφραση: Πιεστήριο συγκόλλησης

Όρος: Pressing
Μετάφραση: Προώθηση (πρέσα)

Όρος: Pressure
Μετάφραση: Πίεση

Όρος: Pressure drum
Μετάφραση: Βαρέλι πίεσης

Όρος: Pressure receptacle
Μετάφραση: Δοχείο πίεσης

Συντομογραφία: PRD
Όρος: pressure relief device
Μετάφραση: Διάταξη εκτόνωσης της πίεσης

Όρος: Pressure relief valve
Μετάφραση: Περιοριστήρας πίεσης (ασανσέρ)

Όρος: Pressure surge
Μετάφραση: Υδραυλικό πλήγμα

Όρος: Pressure systems
Μετάφραση: Συστήματα πίεσης

Όρος: Pressure vessel
Μετάφραση: Δοχείο πίεσης

Όρος: Pressure, stress
Μετάφραση: Πίεση, τάση

Όρος: Pressure-gas welding
Μετάφραση: Συγκόλληση με συμπίεση (σύνθλιψη) και αέριο

Όρος: Pressurized apparatus
Μετάφραση: Συσκευές υπό πίεση

Όρος: Pressurized container
Μετάφραση: Περιέκτης υπό πίεση

Όρος: Pressurized container: Do not pierce or burn, even after use
Μετάφραση: Περιέκτης υπό πίεση: Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση

Όρος: Pressurized gas cartridge
Μετάφραση: Υψηλής πίεσης κύλινδρος, δοχείο αερολύματος

Όρος: Prevalence
Μετάφραση: Επιπολασμός

Όρος: Prevalence ratio
Μετάφραση: Επικρατούσα αναλογία

Όρος: Prevention
Μετάφραση: Πρόληψη

Με σχετικά Links:

Όρος: Preventive medical examinations
Μετάφραση: Προληπτικές ιατρικές εξετάσεις

Όρος: Price elasticity
Μετάφραση: Ελαστικότητα ως προς την τιμή

Συντομογραφία: PED
Όρος: Price elasticity of demand
Μετάφραση: Ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή (ΕΖΤ)

Όρος: Price index
Μετάφραση: Δείκτης τιμών

Όρος: Prill
Μετάφραση: Παστίλια

Όρος: Primary cells
Μετάφραση: Πρωτογενή κύτταρα

Όρος: Primary prevention
Μετάφραση: Πρωτογενής πρόληψη

Όρος: Primary standard
Μετάφραση: Πρωτογενές πρότυπο

Όρος: Primer
Μετάφραση: Αστάρι

Όρος: Primeverose
Μετάφραση: Πριμεβερόζη

Όρος: Priming
Μετάφραση: Αστάρωμα

Όρος: primordial prevention
Μετάφραση: Πρωταρχική πρόληψη

Όρος: Principal auditor
Μετάφραση: Κύριος (προεξάρχων) ελεγκτής

Όρος: Principal contracts
Μετάφραση: Κύριες συμβάσεις

Όρος: Principle
Μετάφραση: Αρχή

Όρος: Principles for classification
Μετάφραση: Αρχές κατάταξης

Όρος: Principles of precedence
Μετάφραση: Αρχές προτεραιότητας

Όρος: Principles of self-sufficiency and proximity
Μετάφραση: Αρχές της αυτάρκειας και της εγγύτητας

Όρος: Printer
Μετάφραση: Εκτυπωτής

Συντομογραφία: PIC procedure
Όρος: Prior Informed Consent procedure
Μετάφραση: Διαδικασία ΣΜΕ (διαδικασία συναίνεσης μετά από ενημέρωση βάσει της σύμβασης)

Όρος: Prior notice
Μετάφραση: Εκ των προτερων γνωστοποιησης

Όρος: Prior to shift
Μετάφραση: Πριν την αρχή της βάρδιας

Όρος: prior to submission
Μετάφραση: πριν από την υποβολή

Όρος: Private costs
Μετάφραση: Ιδιωτικές δαπάνες

Όρος: Private sector
Μετάφραση: Ιδιωτικός τομέας

Όρος: pro-biotics
Μετάφραση: ευ-βιοτικά

Όρος: Probability
Μετάφραση: Πιθανότητα

Ακολουθήστε μας