Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 8851 - 8900, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Potassa see potassium hydroxide
Μετάφραση:

Όρος: Potassium
Μετάφραση: Κάλιο ή ποτάσσιο

Όρος: Potassium alkylbenzene sulphonate
Μετάφραση: Αλκυλοβενζυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium alkylbenzene sulphonate
Μετάφραση: Αλκυλοβενζυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium benzoate
Μετάφραση: Βενζοϊκό κάλιο

Όρος: Potassium bicarbonate
Μετάφραση: Όξινο ανθρακικό κάλιο

Όρος: Potassium bromate
Μετάφραση: Βρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium bromide
Μετάφραση: Βρωμιούχο κάλιο

Όρος: Potassium butoxide
Μετάφραση: Βουτοξείδιο του καλίου

Όρος: Potassium carbonate
Μετάφραση: Ανθρακικό κάλιο

Όρος: Potassium chlorate
Μετάφραση: Χλωρικό κάλιο

Όρος: Potassium chloride
Μετάφραση: Χλωριούχο κάλιο

Όρος: Potassium chromate
Μετάφραση: Χρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium citrate
Μετάφραση: Κιτρικό κάλιο

Όρος: Potassium dibromopropionate
Μετάφραση: Διβρωμοπροπιονικό κάλιο

Όρος: Potassium dichromate
Μετάφραση: Διχρωμικό κάλιο

Όρος: Potassium hydroxide or potassa caustic potash
Μετάφραση: Υδροξείδιο του καλίου ή ποτάσσα

Όρος: Potassium iodide
Μετάφραση: Ιωδιούχο κάλιο

Όρος: Potassium iodite
Μετάφραση: Ιωδικό κάλιο

Όρος: Potassium lauryl ether sulphate
Μετάφραση: Δωδεκυλοθειικό κάλιο

Όρος: Potassium nitrate
Μετάφραση: Νιτρικό κάλιο ή νίτρο

Όρος: Potassium oleate
Μετάφραση: Ελαϊκό κάλιο

Όρος: Potassium perchlorate
Μετάφραση: Υπερχλωρικό κάλιο

Όρος: Potassium permanganate
Μετάφραση: Υπερμαγγανικό κάλιο

Όρος: Potassium phosphates
Μετάφραση: Φωσφορικά άλατα καλίου

Όρος: Potassium phthalate
Μετάφραση: Φθαλικό κάλιο

Όρος: Potassium salt
Μετάφραση: Άλας καλίου

Όρος: Potassium sodium carbonate
Μετάφραση: ανθρακικό κάλιο νάτριο

Όρος: Potassium sorbate
Μετάφραση: Σορβικό κάλιο

Όρος: Potential
Μετάφραση: Δυναμικό

Όρος: Potential difference
Μετάφραση: Διαφορά δυναμικού

Όρος: Potential energy
Μετάφραση: Δυναμική ενέργεια

Όρος: Potential equalization
Μετάφραση: Εξισορρόπηση δυναμικού

Όρος: Potential for bioaccumulation
Μετάφραση: Δυνητική βιοσυσσώρευση

Όρος: Potential hazard
Μετάφραση: Δυνητικός κίνδυνος, πιθανός κίνδυνος

Όρος: Potential resistant
Μετάφραση: Δυνητικός καταχωρίζων

Όρος: Potentially explosive atmospheres
Μετάφραση: Δυνητικά εκρηκτικές ατμόσφαιρες, εκρήξιμες ατμόσφαιρες

Όρος: Potentially hazardous industrial chemicals
Μετάφραση: Δυνητικώς επικίνδυνα βιομηχανικά χημικά προϊόντα

Όρος: Potentially hazardous machinery
Μετάφραση: Δυνητικώς επικίνδυνα μηχανήματα

Όρος: Pour point
Μετάφραση: Σημείο ροής

Όρος: Pourability
Μετάφραση: Ευχέρεια μετάγγισης

Όρος: Powder
Μετάφραση: Σκόνη

Όρος: Powder coating
Μετάφραση: Επικάλυψη με σκόνη, βαφή πούδρας (επίπαση)

Όρος: Powder filling
Μετάφραση: Πλήρωση με σκόνη

Όρος: Powder-actuated tools
Μετάφραση: Εργαλεία που ενεργοποιούνται με πυρίτιδα

Όρος: powdery wastes
Μετάφραση: Απόβλητα πούδρας

Όρος: Power
Μετάφραση: Ισχύς

Όρος: Power curve
Μετάφραση: Καμπύλη ισχύος

Όρος: Power density
Μετάφραση: Πυκνότητα ισχύος (S)

Όρος: Power factor
Μετάφραση: Συντελεστής ισχύος

Ακολουθήστε μας