Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 8801 - 8850, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Συντομογραφία: PAH
Όρος: Polynuclear aromatic hydrocarbons
Μετάφραση: Πολυπυρηνικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες ή πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες

Όρος: Polynucleotide
Μετάφραση: Πολυνουκλεοτίδιο

Όρος: Polyolefinamine
Μετάφραση: Πολυολεφιναμίνη

Όρος: Polyols
Μετάφραση: Πολυόλες

Όρος: Polyoxyethylated octyl phenol
Μετάφραση: Πολυοξυαιθυλιωμένη οκτυλοφαινόλη

Όρος: Polypeptide
Μετάφραση: Πολυπεπτίδιο

Συντομογραφία: PP
Όρος: Polypropylene
Μετάφραση: Πολυπροπυλένιο

Όρος: Polysaccharides
Μετάφραση: Πολυσακχαρίτες

Συντομογραφία: PS
Όρος: Polystyrene
Μετάφραση: Πολυστυρένιο ή πολυστυρόλιο

Συντομογραφία: PTFE
Όρος: Polytetrafluoroethylene or teflon
Μετάφραση: Πολυτετραφθοροαιθυλένιο ή τεφλόν

Όρος: Polyurethane foam
Μετάφραση: Αφρώδης πολυουρεθάνη

Συντομογραφία: PUR
Όρος: Polyurethane
Μετάφραση: Πολυουρεθάνη

Συντομογραφία: PVA
Όρος: Polyvinyl acetate
Μετάφραση:

Συντομογραφία: PVC
Όρος: Polyvinyl chloride
Μετάφραση: Πολυβινυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο πολυβινύλιο

Όρος: Polyvinylalcohols
Μετάφραση: Πολυβινυλαλκοόλες

Όρος: Polyvinylbutyrals
Μετάφραση: Πολυβινυλοβουτυρόλες

Όρος: Polyvinylpyrrolidone
Μετάφραση: Πολυβινυλοπυρρολιδόνη

Όρος: Pontiac fever
Μετάφραση: Πυρετός Pontiac

Όρος: Pool fire
Μετάφραση: Φωτιά λίμνης, Λίμνη φωτιάς

Όρος: Poor job design
Μετάφραση: Κακός σχεδιασμός της θέσης εργασίας

Συντομογραφία: PSLT
Όρος: Poorly Soluble Low-Toxicity particles
Μετάφραση:

Όρος: Population
Μετάφραση: Πληθυσμός ή πλήθος (δειγμάτων)

Συντομογραφία: PAF
Όρος: Population attribute fraction
Μετάφραση: Οφειλόμενο ποσοστό για τον πληθυσμό

Όρος: Population effects
Μετάφραση: Επιδράσεις στον πληθυσμό

Όρος: Porcelain
Μετάφραση: Πορσελάνη

Όρος: Porosity
Μετάφραση: Πορώδες

Όρος: Porphin or porphyrin
Μετάφραση: Πορφυρίνη

Συντομογραφία: PCP
Όρος: Port contingency plan
Μετάφραση: Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης του φορέα διοίκησης ή εκμετάλλευσης του λιμένα

Όρος: Portable
Μετάφραση: Φορητός

Όρος: portable accumulator
Μετάφραση: Φορητός συσσωρευτής

Όρος: Portable apparatus
Μετάφραση: Φορητή συσκευή

Όρος: portable battery
Μετάφραση: φορητή ηλεκτρική στήλη

Όρος: Portable chain saw
Μετάφραση: Φορητό αλυσοπρίονο

Όρος: Portable pump
Μετάφραση: Φορητή αντλία

Όρος: Portable tank
Μετάφραση: Φορητή δεξαμενή

Όρος: Portable tank operator
Μετάφραση: χειριστής εμπορευματοκιβωτίου δεξαμενής, Χειριστής φορητής δεξαμενής

Όρος: Portland cement
Μετάφραση: Τσιμέντο Πόρτλαντ

Συντομογραφία: PC
Όρος: Positive control
Μετάφραση: Θετικός μάρτυρας

Όρος: Possibilities of development
Μετάφραση: Δυνατότητες εξέλιξης

Όρος: Possible risk
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος

Όρος: Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης

Όρος: Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης

Όρος: Possible risk of impaired fertility
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας

Όρος: Possible risk of impaired fertility
Μετάφραση: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας

Όρος: Possible risk of irreversible effects
Μετάφραση: Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων

Όρος: Possible risk of irreversible effects.
Μετάφραση: Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων

Όρος: Post balance sheet events
Μετάφραση: Μεταγενέστερα του ισολογισμού (οψιγενή) γεγονότα

Όρος: Post Natal
Μετάφραση: Λεχώνα

Όρος: Post-traumatic stress syndrome
Μετάφραση: Σύνδρομο του μετατραυματικού άγχους

Όρος: Postures
Μετάφραση: Στάσεις εργασίας

Ακολουθήστε μας