Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 8651 - 8700, σε σύνολο 12273
Όρος: Physical harm
Μετάφραση: Σωματική βλάβη
Όρος: Physical hazards
Μετάφραση: Φυσικοί κίνδυνοι
Όρος: physical nature
Μετάφραση: Φυσική μορφή
Όρος: Physical parameters
Μετάφραση: Φυσικές παράμετροι
Όρος: Physical properties
Μετάφραση: Φυσικές ιδιότητες
Όρος: Physical state
Μετάφραση: Φυσική κατάσταση
Όρος: Physical violence
Μετάφραση: Σωματική βία
Όρος: Physical work
Μετάφραση: Σωματική εργασία
Όρος: Physico-chemical origin
Μετάφραση: Φυσικοχημική προέλευση
Όρος: Physicochemical properties
Μετάφραση: Φυσικοχημικές ιδιότητες
Όρος: Physics
Μετάφραση: Φυσική
Όρος: Physiological work measurement
Μετάφραση: Μέτρηση φυσιολογίας της εργασίας
Συντομογραφία: PBPK
Όρος: Physiologically based pharmacokinetic
Μετάφραση: Τοξικοκινητικό μοντέλο βασισμένο στην ανθρώπινη φυσιολογία
Όρος: Physiology
Μετάφραση: Φυσιολογία
Όρος: Physiotherapy (UK) or physical therapy (USA)
Μετάφραση: Φυσικοθεραπεία, φυσιοθεραπεία
Όρος: PIC procedure
Μετάφραση: Διαδικασία ΣΜΕ
Όρος: Picaridin
Μετάφραση: Πικαριδίνη
Όρος: pick-list
Μετάφραση: Κατάλογος επιλογής
Όρος: pickling processes
Μετάφραση: Καθαρισμός με οξέα
Όρος: Pickup balers
Μετάφραση: Ανυψωτικά περισυλλογής δεμάτων
Συντομογραφία: ATCP
Όρος: Picloram or 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, 4-amino-3,5,6-trichloropyridine-2-carboxylic acid
Μετάφραση: Πιχλωράμ ή 4-αμινο-3,5,6-τριχλωρο πικολιμικό οξύ
Όρος: Picoline
Μετάφραση: Πικολίνη
Όρος: Picolinic acid
Μετάφραση: Πικολινικό οξύ
Όρος: Picramide see 2,4,6-trinitroaniline
Μετάφραση:
Όρος: Picric acid or 2,4,6-trinitrophenol or 2-hydroxy-1,3,5-trinitrobenzene
Μετάφραση: Πικρικό οξύ ή 2,4,6-τρινιτροφαινόλη ή 2-υδροξυ-1,3,5-τρινιτροβενζόλιο
Όρος: Picryl chloride see trinitrochlorobenzene
Μετάφραση:
Όρος: Pictogram
Μετάφραση: Εικονόγραμμα
Συντομογραφία: PIMEX
Όρος: picture mixed exposure
Μετάφραση: Σύστημα σήμανσης επιβλαβών ουσιών (Αυστρία)
Όρος: Piggyback transport
Μετάφραση: Συνδυασμένη μεταφορά ξηράς, μεταφορά οχημάτων επί σιδηροδρομικών οχημάτων
Όρος: Pigments
Μετάφραση: Πιγμέντα
Όρος: Pile hammer
Μετάφραση: Αερόσφυρα
Όρος: Piling
Μετάφραση: Στοίβαγμα
Όρος: Piling equipment
Μετάφραση: Εξοπλισμός για θεμελίωση
Όρος: Pilot-in-command
Μετάφραση: κυβερνήτης
Όρος: Pimelic acid or heptanedioic acid
Μετάφραση: Πιμελικό οξύ ή επτανοδιοϊκό οξύ
Όρος: Pincers
Μετάφραση: Τανάλιες
Όρος: Pindone
Μετάφραση: Πινδόνη
Όρος: Pine oil
Μετάφραση: Πευκέλαιο
Όρος: Pinene
Μετάφραση: Πινένιο
Όρος: Pipe
Μετάφραση: Σωλήνας, αγωγός
Όρος: Pipelayer
Μετάφραση: Σωληνοθέτης
Όρος: Pipeline
Μετάφραση: Σωλήνωση
Όρος: Pipeline construction
Μετάφραση: Κατασκευή σωληνοδικτύων
Όρος: Piperazine dihydrochloride
Μετάφραση: Διϋδροχλωριούχος πιπεραζίνη
Όρος: Piperazine or hexahydropyrazine
Μετάφραση: Πιπεραζίνη ή εξαϋδροπυραζίνη
Όρος: Piperidine or hexahydropyridine
Μετάφραση: Πιπεριδίνη ή εξαϋδροπυριδίνη
Όρος: Piperonal or 3,4-methylenedioxybenzaldehyde
Μετάφραση: Πιπερονάλη ή 3,4-μεθυλενοδιοξυβενζαλδεΰδη
Όρος: Pipette (pipet)
Μετάφραση: Σιφώνιο ή πιπέτα
Όρος: Pipette dropping
Μετάφραση: Σταγονόμετρα
Όρος: Pipette filler bulb type
Μετάφραση: Αναρροφητήρας ελαστικός