Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 8501 - 8550, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Personal hygiene
Μετάφραση: Ατομική υγιεινή

Όρος: Personal monitoring
Μετάφραση: Ατομική παρακολούθηση

Όρος: Personal protection
Μετάφραση: Ατομική προστασία

Συντομογραφία: PPE
Όρος: Personal protective equipment
Μετάφραση: Μέσα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ)

Όρος: Personnel
Μετάφραση: Προσωπικό

Όρος: Personnel downsizing
Μετάφραση: Μείωση του προσωπικού

Όρος: Personnel selection
Μετάφραση: Επιλογή του προσωπικού

Όρος: Personnel turnover
Μετάφραση: Κινητικότητα προσωπικού

Όρος: Persons with special needs
Μετάφραση: Άτομα με ειδικές ανάγκες

Όρος: Persulfates
Μετάφραση: Υπερθειικά άλατα

Όρος: Pervasiveness
Μετάφραση: Διαχυτικότητα

Όρος: Pesticide
Μετάφραση: Φυτοφάρμακο

Συντομογραφία: PHED
Όρος: Pesticide handler exposure database
Μετάφραση:

Όρος: Petrol
Μετάφραση: Βενζίνη

Όρος: Petrol stations
Μετάφραση: Πρατήρια καυσίμων

Όρος: Petroleum coke see asphalt
Μετάφραση:

Όρος: Petroleum ether
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας

Όρος: Petroleum jelly
Μετάφραση: Βαζελίνη

Όρος: Petroleum or gas oil
Μετάφραση: Πετρέλαιο

Όρος: Petroleum products
Μετάφραση: Πετρελαϊκά προϊόντα, Παράγωγα πετρελαίου

Όρος: Petroleum spirit
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας

Όρος: pH neutraliser
Μετάφραση: Εξουδετερωτής pH

Όρος: Phagocytosis
Μετάφραση: Φαγοκυττάρωση

Όρος: Pharynx
Μετάφραση: Φάρυγγας

Όρος: Phase
Μετάφραση: Φάση

Συντομογραφία: PCM
Όρος: Phase contrast microscopy
Μετάφραση: Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης

Όρος: Phase-in substance
Μετάφραση: Σταδιακά εισαγόμενη ουσία

Όρος: Phenanthrene
Μετάφραση: Φαινανθρένιο

Όρος: Phenazone or antipyrine
Μετάφραση: Φαιναζόνη ή αντιπυρίνη

Όρος: Phenetole or ethyl phenyl ether
Μετάφραση: Φαινετόλη ή αιθυλοφαινυλοαιθέρας

Όρος: Phenic acid see phenol
Μετάφραση:

Όρος: Phenol or hydroxybenzene or phenic acid or carbolic acid, phenylalcohol, monohydroxybenzene
Μετάφραση: Φαινόλη ή υδροξυβενζόλιο ή φαινικό οξύ ή καρβολικό οξύ

Όρος: Phenolic derivatives
Μετάφραση: Φαινολικά παράγωγα

Όρος: Phenolphthalein
Μετάφραση: Φαινολοφθαλεϊνη

Όρος: Phenolphthalein powder
Μετάφραση: Φαινολοφθαλεϊνη σκόνη

Όρος: Phenols
Μετάφραση: Φαινόλες

Όρος: Phenothiazine, 2,3:5,6-dibenzo-1,4-thiazine
Μετάφραση: Φαινοθειαζίνη

Όρος: Phenyl acetate
Μετάφραση: Οξικός φαινυλεστέρας

Όρος: Phenyl benzoate
Μετάφραση: Βενζοϊκό φαινύλιο

Όρος: Phenyl butene
Μετάφραση: Φαινυλοβουτένιο

Όρος: Phenyl carbitol
Μετάφραση: Φαινυλοκαρβιτόλη

Όρος: Phenyl cyanide see benzonitrile
Μετάφραση:

Όρος: Phenyl ether
Μετάφραση: Διφαινυλαιθέρας

Όρος: Phenyl ether see diphenyl ether
Μετάφραση:

Συντομογραφία: PGE
Όρος: Phenyl glycidyl ether, 2,3-epoxypropyl phenyl ether, 1,2-epoxy-3-phenoxypropane
Μετάφραση: Φαινυλoγλυκιδυλαιθέρας εποξύ-3-φαινοξυπροπάνιον 1,2-

Όρος: Phenyl isocyanate or carbanyl
Μετάφραση: Φαινυλοϊσοκυανίδιο ή καρβανύλιο

Όρος: Phenyl isothiocyanate
Μετάφραση: Φαινυλοϊσοθειοκυανικό

Όρος: Phenyl mercaptan
Μετάφραση: Φαινυλoμερκαπτάνη

Όρος: Phenyl methyl propanol
Μετάφραση: Φαινυλομεθυλοπροπανόλη

Όρος: Phenyl naphthylamine
Μετάφραση: Φαινυλοναφθυλαμίνη

Ακολουθήστε μας