Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 8451 - 8500, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Perfluoropropyl vinyl ether
Μετάφραση: Υπερφθοροπροπυλοβινυλαιθέρας

Όρος: Performance
Μετάφραση: Απόδοση, επίδοση

Όρος: Performance audit
Μετάφραση: Επιθεώρηση απόδοσης

Όρος: Performance benchmarking
Μετάφραση: Συγκριτική αξιολόγηση ή συγκριτική βελτιστοποίηση

Όρος: Performance characteristic
Μετάφραση: Χαρακτηριστικό επίδοσης

Όρος: Performance criteria
Μετάφραση: Κριτήρια επίδοσης

Όρος: Performance indicators
Μετάφραση: Δείκτες επίδοσης

Όρος: Performance measures and rewards
Μετάφραση: Μετρήσεις επίδοσης και επιβραβεύσεις

Όρος: Performance of certification
Μετάφραση: Λειτουργία πιστοποίησης

Όρος: Performance of tests
Μετάφραση: Εκτέλεση των δοκιμών

Όρος: Performance requirements
Μετάφραση: Απαιτήσεις επιδόσεων

Συντομογραφία: PS
Όρος: Performance standards
Μετάφραση: Πρότυπα επιδόσεων

Όρος: performance-enhancing drugs
Μετάφραση: Φαρμακοδιέγερση (Η χρήση φαρμάκων για τη βελτίωση των επαγγελματικών επιδόσεων)

Όρος: Perfume industry
Μετάφραση: Αρωματοβιομηχανία

Όρος: Period of grace
Μετάφραση: Περίοδος χάριτος

Όρος: Period of validity
Μετάφραση: Περίοδος ισχύος

Όρος: Periodic acid
Μετάφραση: Υπεριωδικό οξύ

Όρος: Periodic Inspection
Μετάφραση: Περιοδικός έλεγχος

Όρος: Periodic table
Μετάφραση: Περιοδικός πίνακας

Όρος: Periodical medical examinations
Μετάφραση: Περιοδικές ιατρικές εξετάσεις

Όρος: Perlite
Μετάφραση: Περλίτης

Όρος: Permanent contracts
Μετάφραση: Σύμβαση αορίστου χρόνου

Όρος: Permanent disabilities
Μετάφραση: Μόνιμες αναπηρίες

Όρος: Permanent residence
Μετάφραση: Μόνιμη διανομή

Όρος: Permanent storage
Μετάφραση: Μόνιμη αποθήκευση

Όρος: Permanent workplaces
Μετάφραση: Μόνιμες θέσεις εργασίας

Όρος: permanganates
Μετάφραση: Υπερμαγγανικά

Όρος: Permeability
Μετάφραση: Διαπερατότητα

Όρος: Permeate
Μετάφραση: Διαπερνώ, διεισδύω, διαποτίζω

Όρος: Permeation
Μετάφραση: Διαποτισμός

Όρος: Permethrin
Μετάφραση: Περμεθρίνη

Συντομογραφία: PEL
Όρος: Permissible exposure limit (OSHA)
Μετάφραση: Όριο Επιτρεπτής Έκθεσης (του OSHA)

Όρος: Permit
Μετάφραση: Άδεια

Όρος: Permitted limit
Μετάφραση: Επιτρεπόμενο όριο

Όρος: Peroxide
Μετάφραση: Υπεροξείδιο

Όρος: Peroxyacetic acid
Μετάφραση: Υπεροξικό οξύ (C2H4O3)

Όρος: Peroxyacids
Μετάφραση: Υπεροξέα (RCOOOH)

Όρος: Peroxybenzoic acid
Μετάφραση: Υπεροξυβενζοϊκό οξύ (C7H6Ο3)

Όρος: Peroxyformic acid
Μετάφραση: Υπεροξυμυρμηκικό οξύ

Όρος: Persistency
Μετάφραση: Ανθεκτικότητα

Όρος: Persistent
Μετάφραση: Ανθεκτικός

Όρος: Persistent foaming
Μετάφραση: Έμμονος αφρισμός

Συντομογραφία: POPs
Όρος: Persistent Organic Pollutants
Μετάφραση: Παραμένοντες Οργανικοί Ρύποι, Έμμονοι Οργανικοί Ρύποι (ΕΟΠ)

Συντομογραφία: PBT
Όρος: Persistent, Bioaccumulative and Toxic substance
Μετάφραση: Ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ουσία (ΑΒΤ)

Συντομογραφία: POAC
Όρος: Person in overall advisory control
Μετάφραση: Πρόσωπο με γενικό συμβουλευτικό έλεγχο

Όρος: Personal buoyancy aids
Μετάφραση: Ατομικά βοηθήματα επίπλευσης

Όρος: Personal computer
Μετάφραση: Προσωπικός υπολογιστής

Όρος: Personal data
Μετάφραση: Προσωπικά δεδομένα

Όρος: Personal eye-protection
Μετάφραση: Μέσα ατομικής προστασίας ματιών

Συντομογραφία: PHP
Όρος: Personal hearing protectors
Μετάφραση: Ατομικά μέσα προστασίας της ακοής

Ακολουθήστε μας