Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 6551 - 6600, σε σύνολο 12273
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Light-gauge metal packaging
Μετάφραση: Μεταλλική συσκευασία ελαφρού περιτυπώματος

Όρος: Lighting
Μετάφραση: Φωτισμός

Όρος: Lighting of work places
Μετάφραση: Φωτισμός χώρων εργασίας

Όρος: Lighting requirements
Μετάφραση: απαιτήσεις φωτισμού

Όρος: Lightning protection
Μετάφραση: Προστασία από κεραυνό

Συντομογραφία: LPS
Όρος: Lightning Protection System
Μετάφραση: Σύστημα Αντικεραυνικής Προστασίας (ΣΑΠ)

Όρος: Lightweight aggregate concrete
Μετάφραση: Ελαφροβαρές αδρανές σκυρόδεμα

Όρος: Lignite or brown coal
Μετάφραση: Λιγνίτης

Όρος: Lignoceric Acid, tetracosanoic acid
Μετάφραση: Λιγνοκηρικό, Εικοσιτετρανοϊκό

Όρος: Ligroin (light naphtha)
Μετάφραση: Λιγροΐνη (ελαφρά ναφθένια)

Όρος: Likelihood of exposure
Μετάφραση: Πιθανότητα έκθεσης

Όρος: Limestone
Μετάφραση: Ασβεστόλιθος

Όρος: limestone, marble
Μετάφραση: Ανθρακικό ασβέστιο

Όρος: liming waste
Μετάφραση: Απόβλητα ασβέστωσης

Όρος: Limit
Μετάφραση: Όριο

Συντομογραφία: LOL
Όρος: Limit of linearity
Μετάφραση: Όριο γραμμικότητας

Συντομογραφία: LOQ
Όρος: Limit of quantitation
Μετάφραση: Όριο ποσοτικοποίησης

Όρος: Limit test
Μετάφραση: Έλεγχος ορίου, Οριακή δοκιμή

Όρος: Limit value
Μετάφραση: Οριακή τιμή

Όρος: Limitation on scope
Μετάφραση: Περιορισμός του εύρους (του έργου)

Όρος: Limitation to valid of claim
Μετάφραση: Περιορισμός της ισχύος του αιτήματος

Όρος: Limited evidence of a carcinogenic effect
Μετάφραση: Ύποπτο καρκινογένεσης

Όρος: Limited evidence of a carcinogenic effect
Μετάφραση: Ύποπτο καρκινογένεσης

Όρος: Limited exposure
Μετάφραση: Περιορισμένη έκθεση

Όρος: Limited movement control device
Μετάφραση: Τερματικός διακόπτης

Συντομογραφία: LQ
Όρος: Limited quantities
Μετάφραση: Περιορισμένες ποσότητες

Όρος: Limiter
Μετάφραση: Περιοριστής

Όρος: Limiting device
Μετάφραση: Τερματικό

Όρος: Limiting oxygen concentration
Μετάφραση: Οριακή συγκέντρωση οξυγόνου

Όρος: Limonene see dipentene
Μετάφραση:

Όρος: Linalol
Μετάφραση: Λιναλόλη

Όρος: Linalool
Μετάφραση: Λιναλοόλη

Όρος: Linalyl acetate
Μετάφραση: Οξικό λιναλύλιο

Συντομογραφία: HCH γ-
Όρος: Lindane or gamma-Hexachlorocyclohexane, BHC γ-
Μετάφραση: Λινδάνιο ή γ-εξαχλωροκυκλοεξάνιο

Όρος: Line printer
Μετάφραση: Εκτυπωτής γραμμών

Όρος: Linear circuit
Μετάφραση: Γραμμικό κύκλωμα

Όρος: Linear combination
Μετάφραση: Γραμμικός συνδυασμός

Όρος: Linear dynamic range
Μετάφραση: Γραμμική δυναμική περιοχή

Συντομογραφία: LLDPE
Όρος: Linear Low Density Polyethylene
Μετάφραση: Γραμμικό χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο

Συντομογραφία: LMS
Όρος: Linear multistage model
Μετάφραση:

Όρος: Linear regression
Μετάφραση: Γραμμική συμμεταβολή

Όρος: Linearity
Μετάφραση: Γραμμικότητα

Όρος: Liner
Μετάφραση: Επένδυση

Όρος: Lines of authority
Μετάφραση: Ιεραρχία

Όρος: Lining
Μετάφραση: Επένδυση

Όρος: Linkage
Μετάφραση: Διαρροή

Όρος: Linoleic acid or cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Μετάφραση: Λινελαϊκό οξύ ή cis,cis-9,12-δεκαοκταδεκανοϊκό οξύ

Όρος: Linoleic acid, octadec-cis-9,cis-12-dienoic acid
Μετάφραση: Λινελαϊκό οξύ, cis-cis-9,12-δεκαοκταδιενοϊκό

Όρος: Linolenic acid
Μετάφραση: Λινολενικό οξύ

Όρος: Linseed oil
Μετάφραση: Λινέλαιο

Ακολουθήστε μας