Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 601 - 650, σε σύνολο 1013
| 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Specific measures
Μετάφραση: Ειδικά μέτρα, Χρειάζονται ειδικά μέτρα

Όρος: Specific molar absorbance
Μετάφραση: Ειδική γραμμομοριακή απορρόφηση

Όρος: Specific rotation
Μετάφραση: Ειδική στροφή

Συντομογραφία: STOT-RE
Όρος: Specific target organ toxicity - Repeated Exposure
Μετάφραση: Ειδική τοξικότητα στα όργανα στόχους από επανειλημμένη έκθεση σε ουσία ή μείγμα

Συντομογραφία: STOT SE
Όρος: Specific target organ toxicity - single exposure
Μετάφραση: Ειδική τοξικότητα στα όργανα στόχους από μια εφάπαξ έκθεση σε ουσία ή μείγμα - Εφάπαξ έκθεση

Συντομογραφία: STOT
Όρος: Specific target organ toxicity
Μετάφραση: Ειδική τοξικότητα σε όργανα στόχους

Όρος: Specific treatment
Μετάφραση: Χρειάζεται ειδική αγωγή

Όρος: Specific treatment is urgent
Μετάφραση: Χρειάζεται επειγόντως ειδική αγωγή

Όρος: Specific-ion chromatogram
Μετάφραση: Χρωματογράφημα ειδικού ιόντος

Όρος: Specification
Μετάφραση: Προδιαγραφή

Όρος: Specificity
Μετάφραση: Ειδικότητα

Όρος: Specimen
Μετάφραση: Δοκίμιο

Όρος: Speed
Μετάφραση: Ταχύτητα

Όρος: Speed of sound
Μετάφραση: Ταχύτητα του ήχου

Όρος: spent absorbents
Μετάφραση: Εξαντλημένα απορροφητικά υλικά

Όρος: spent activated carbon
Μετάφραση: Εξαντλημένος ενεργός άνθρακας

Όρος: Spent blasting grit
Μετάφραση: Εξαντλημένη άμμος αμμοβολής

Όρος: spent filter clays
Μετάφραση: Αργιλούχα υλικά από εξαντλημένα φίλτρα

Όρος: Spent solvents
Μετάφραση: Χρησιμοποιημένοι διαλύτες

Όρος: Spermaceti
Μετάφραση: Κητόσπερμα

Όρος: Spermine
Μετάφραση: Σπερμίνη

Όρος: Spike
Μετάφραση: Στιγμιαία κορυφή (π.χ θορύβου)

Όρος: Spirit varnishes
Μετάφραση: Αλκοολικά βερνίκια

Όρος: Spirometry
Μετάφραση: Σπιρομετρία

Όρος: Spittle
Μετάφραση: Πτύελο

Όρος: Splash
Μετάφραση: Σταγονίδιο

Όρος: Spleen
Μετάφραση: Σπλήνας

Όρος: Splint
Μετάφραση: Νάρθηκας

Όρος: Split sample
Μετάφραση: Υποδιαιρεμένο δείγμα

Όρος: Splitting
Μετάφραση: Διαχωρισμός

Όρος: Spontaneous flammable
Μετάφραση: Αυτοαναφλεγόμενο

Όρος: Spontaneous ignition
Μετάφραση: Αυτανάφλεξη

Όρος: Spontaneously flammable in air
Μετάφραση: Αυτοαναφλέγεται στον αέρα

Όρος: Spontaneously flammable in air
Μετάφραση: Αυτοαναφλέγεται στον αέρα

Όρος: Spores
Μετάφραση: Σπόρια

Όρος: Sport accidents
Μετάφραση: Αθλητικά ατυχήματα

Όρος: Spot
Μετάφραση: Κηλίδα

Όρος: Spot sample
Μετάφραση: Στιγμιαίο δείγμα

Όρος: Spot test
Μετάφραση: Δοκιμή κηλίδας

Όρος: Sprain
Μετάφραση: Διάστρεμμα

Όρος: Spray aerosol
Μετάφραση: Αερόλυμα ψεκασμού

Όρος: Spray painting
Μετάφραση: Βάψιμο με ψεκασμό

Όρος: Spray-vacuuming
Μετάφραση: Ψεκασμός-σάρωσης αναρρόφησης

Όρος: Sprayed asbestos
Μετάφραση: Ψεκασμένος αμίαντος

Όρος: Sprayer
Μετάφραση: Ψεκαστήρας

Όρος: Spraying
Μετάφραση: Ψεκασμός

Όρος: Spraying of the preparation
Μετάφραση: Ψεκασμός του παρασκευάσματος

Όρος: Spraying of the substance
Μετάφραση: Ψεκασμός της ουσίας

Όρος: Spring
Μετάφραση: Ελατήριο

Όρος: Sprinkler system
Μετάφραση: Σύστημα κατασβέσεως πυρκαϊάς

Ακολουθήστε μας