Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 915
Συντομογραφία: C12−16−ADBAC
Όρος: Alkyl (C 12-16) dimethylbenzyl ammonium chloride
Μετάφραση: χλωριούχο αλκυλο(C12−16)διμεθυλοβενζυλαμμώνιο
Όρος: Alkyl benzene sulphonic acid
Μετάφραση: Αλκυλοβενζοσουλφονικό οξύ
Όρος: Alkyl bromide see bromoalkane
Όρος: alkyl chloride
Μετάφραση: Χλωροαλκάνιο, αλκυλοχλωρίδιο
Όρος: Alkyl chloride see chloroalkane
Όρος: Alkyl compounds
Μετάφραση: Ενώσεις αλκυλίου
Όρος: Alkyl descriptor
Μετάφραση: Περιγραφική παράμετρο αλκυλικών ομάδων
Όρος: Alkyl dihalide
Μετάφραση: Αλκυλοδιαλογονίδιο
Όρος: Alkyl halide
Μετάφραση: Αλκυλαλογονίδιο
Όρος: Alkyl hydrogen sulfate
Μετάφραση: Όξινο θειικό αλκύλιο
Όρος: Alkyl sulfonate
Μετάφραση: Σουλφονικός αλκυλεστέρας
Όρος: Alkyl tosylate
Μετάφραση: Αλκυλοτοσυλεστέρας
Όρος: alkylating agents
Μετάφραση: αλκυλιωτικοί παράγοντες
Όρος: Alkylbenzene
Μετάφραση: Αλκυλοβενζόλιο
Όρος: Alkylbenzene sulphonic acid
Μετάφραση: Θειώδες οξύ αλκυλοβενζολίου
Όρος: Alkylmalonic ester
Μετάφραση: Αλκυλομηλονικός εστέρας
Όρος: Alkylphenols
Μετάφραση: Αλκυλοφαινόλες
Όρος: All-Greek Congress of Physicians
Μετάφραση: Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος
Όρος: Allergenicity
Μετάφραση: Αλλεργιογένεση
Όρος: Allergic alveolitis
Μετάφραση: Αλλεργική φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων
Όρος: Allergic and orthoallergic skin ailments not recognised in Annex I
Μετάφραση: Αλλεργικές και ορθοαλεργικές δερματικές παθήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι
Όρος: Allergic asthma
Μετάφραση: Αλλεργικό άσθμα
Όρος: Allergic asthmas caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Αλλεργικό άσθμα προκαλούμενο από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Συντομογραφία: ACD
Όρος: Allergic Contact dermatitis
Μετάφραση: Αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής
Όρος: Allergic reaction
Μετάφραση: Αλλεργική αντίδραση
Όρος: Allergic rhinitis
Μετάφραση: Αλλεργική ρινίτιδα
Όρος: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Όρος: Allocation of functions
Μετάφραση: Ανάθεση καθηκόντων
Συντομογραφία: AS
Όρος: Allometric scaling
Συντομογραφία: AA
Όρος: Allyl alcohol or propen-1-ol-3
Μετάφραση: Αλλυλική αλκοόλη ή προπεν-1-όλη-3
Όρος: Allyl bromide or 3-bromopropene or 3-bromopropylene
Μετάφραση: Αλλυλοβρωμίδιο ή 3-βρωμοπροπένιο ή 3-βρωμοπροπυλένιο
Όρος: Allyl chloride or 3-chloropropene or 3-chloropropylene or 3-chloro-1-propene
Μετάφραση: Αλλυλοχλωρίδιο ή 3-χλωροπροπένιο ή 3-χλωροπροπυλένιο ή 3-χλωρο-1-προπένιο ή χλωριούχο αλλύλιο
Όρος: Allyl cyanide
Μετάφραση: Αλλυλoκυανίδιο ή κυανιούχο αλλύλιο
Συντομογραφία: AGE
Όρος: Allyl glycidyl ether, allyl 2,3-epoxypropyl ether, prop-2-en-1-yl 2,3-epoxypropyl ether
Μετάφραση: Αλλυλογλυκιδυλαιθέρας