Καταργήθηκε από :
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 171A_83 | 164.28 KB |
1. Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Νόµου 1338/1983 για την εφαρµογή του Κοινοτικού δικαίου (ΦΕΚ 34/τ.Α 17.3.1983) και το άρθρο 2 του Ν. 945/1979 (170 Α΄).
2. Τα άρθρα 2, 143 και 145 της Πράξης «περί των όρων Προσχωρήσεως της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και των Προσαρµογών των Συνθηκών».
3. Το άρθρο 3 του Ν. 1104/80 (ΦΕΚ 298/τ.Α/29.12.80) σε συνδυασµό µε τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 το Π.∆. 574/1982) ΦΕΚ 104/τ.Α΄/30.8.1982).
4. Την µε αριθµ. 633/1983 γνωµοδότηση του Συµβουλίου της Επικρατείας µετά από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονοµίας, Οικονοµικών, αποφασίζουµε :
1. Σκοπός του Π.∆. τούτου είναι η προσαρµογή της Ελληνικής Νοµοθεσίας στην Οδηγία του Συµβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 73/173/ΕΟΚ της 4 Ιουνίου 1973 «περί προσεγγίσεως των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών που αναφέρονται στην ταξινόµηση συσκευασία και επισήµανση επικινδύνων παρασκευασµάτων (διαλυτών)» (Ε.Ε. ειδική έκδοση 15, 001, σελ. 3) όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες του Συµβουλίου 80/781/ΕΟΚ της 22 Ιουλίου 1980 ειδ. έκδοση 13, 009, σελ. 150) και 80/1271/ΕΟΚ της 22 ∆εκεµβρίου 1980 (Ειδ. έκδοση 13, 010, σελ. 139) καθώς και στο παράρτηµά της τροποποιηµένο από τις παραπάνω οδηγίες στο οποίο το παρόν Π.∆. παραπέµπει.
1. Οι διατάξεις του Π.∆. τούτου:
α) Αφορούν την ταξινόµηση, συσκευασία και επισήµανση των ακολούθων παρασκευασµάτων, τα οποία διατίθενται στην αγορά και τα οποία θεωρούνται επικίνδυνα κατά την έννοια του άρθρου 3 του παρόντος.
Παρασκευάσµατα που προορίζονται να χρησιµοποιηθούν ως διαλύτες και περιέχουν µόνο ουσίες που εµφαίνονται στο παράρτηµα, συµπεριλαµβανοµένων και εκείνων που περιέχουν προσµίξεις ή πρόσθετα όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του παρόντος. Παρασκευάσµατα που προορίζονται να χρησιµοποιηθούν ως διαλύτες και περιέχουν, εκτός από ουσίες που εµφαίνονται στο παράρτηµα, υγρές ουσίες που κατατάσσονται ως εξόχως εύφλεκτες, λίαν εύφλεκτες ή εύφλεκτες κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του Π.∆. 329/1983 και ή ουσίες µη επικίνδυνες κατά την έννοια του ίδιου άρθρου του εν λόγω Π.∆.
2. Οι διατάξεις του παρόντος Π.∆. δεν εφαρµόζονται στα καλλυντικά, στο µέτρο που αυτά καλύπτονται από την οδηγία 76/768/ΕΟΚ της 27.7.1976.
Επίσης δεν εφαρµόζονται.
α) στα φάρµακα, στα ναρκωτικά, στα ραδιενεργά παρασκευάσµατα στα τρόφιµα και στις τροφές.
β) στα πρόσθετα για τρόφιµα και ζωοτροφές, στα λιπάσµατα, στα γεωργικά φάρµακα και στα χρώµατα, βερνίκια, µελάνες εκτυπώσεις, κόλλες και συναφή προϊόντα, στο µέτρο που ισχύουν κοινοτικές οδηγίες περί ταξινοµήσεως, συσκευασίας και επισηµάνσεως των παρασκευασµάτων αυτών.
γ) στη µεταφορά των επικινδύνων παρασκευασµάτων (διαλυτών) σιδηροδροµικώς, οδικώς, δια χερσαίων υδατίων οδών, δια θαλάσσης ή αεροπορικώς.
δ) στα πυροµαχικά και στα εκρηκτικά που διατίθενται στην αγορά προς επίτευξη ενός πρακτικού αποτελέσµατος δι’ εκρήξεως ή δια παρασκευή πυροτεχνηµάτων.
ε) στα επικίνδυνα παρασκευάσµατα που εξάγονται σε τρίτες χώρες.
ζ) στα παρασκευάσµατα υπό διαµετακόµιση που υπόκεινται σε τελωνειακό έλεγχο εφ’ όσον δεν αποτελούν αντικείµενο οιασδήποτε µεταποιήσεως.
η) στις ουσίες που είναι υπό µορφή αποβλήτων και οι οποίες αποτελούν αντικείµενο της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975 περί αποβλήτων (Ειδ. έκδοση 15, σελίς 86) και της οδηγίας 78/319/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 20ης Μαρτίου 1978 περί τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων.(Ειδ. έκδοση 15, 1, σελ. 161).
3. Τα άρθρα 5 έως 7 του παρόντος Π.∆. δεν εφαρµόζονται στους περιέκτες που περιέχουν αέρια παρασκευάσµατα πεπιεσµένα υγροποιηµένα ή διαλελυµένα υπό πίεση, εξαιρέσει των αεροζόλ όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 75/324/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 20ης Μαΐου 1975 περί προσεγγίσεως των νοµοθεσιών Κρατών των αναφεροµένων στις συσκευές αερολυµάτων (αεροζόλ). (Ειδ. έκδοση 13, 3, σελ. 92).
4. Στο παρόν Π.∆. εφαρµόζονται οι ορισµοί που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Π.∆. 329/1983 εξαιρέσει εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 υπό ια.
1. Οι ουσίες που είναι επικίνδυνες κατά την έννοια του ορισµού που αναφέρεται στο Π.∆. 329/1983 (ΦΕΚ 118/Α΄/1983) και οι οποίες χρησιµοποιούνται ως διαλύτες, κατανέµονται σε κλάσεις και υποκλάσεις σύµφωνα µε το παράρτηµα.
Οι λίαν τοξικές και τοξικές ουσίες περιλαµβάνονται στη κλάση Ι, οι επιβλαβείς ουσίες στην κλάση ΙΙ. Σε κάθε υποκλάση δίδεται ένας δείκτης καταστάσεως Ι1 και ένας δείκτης εξαιρέσεως Ι2 που εµφαίνονται στον κατωτέρω πίνακα :
2. Θεωρούνται ως τοξικά και τα παρασκευάσµατα που περιέχουν µία ή περισσότερες ουσίες που αναγράφονται στο παράρτηµα, εάν το άθροισµα των γινοµένων που λαµβάνονται δια πολλαπλασιασµού του εκατοστιαίου κατά βάρος ποσοστού των διαφόρων τοξικών ή επιβλαβών ουσιών που ευρίσκονται στο παρασκεύασµα µε τους αντίστοιχους δείκτες Ι1 είναι µεγαλύτερο του 500, ήτοι:
όπου το Ρ το εκατοστιαίο ποσοστό κατά βάρος κάθε ουσίας στο παρασκεύασµα, και Ι1 ο δείκτης που αντιστοιχεί στην κλάση της ουσίας.
3. Θεωρούνται ως επιβλαβή, τα παρασκευάσµατα που περιέχουν µία ή περισσότερες ουσίες που αναγράφονται στο παράρτηµα:
α) εάν το άθροισµα των γινοµένων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι µικρότερο ή ίσο του 500, ήτοι:
και
β) εάν το άθροισµα των γινοµένων που λαµβάνονται δια πολλαπλασιασµού του εκατοστιαίου κατά βάρος ποσοστού των διαφόρων τοξικών ή επιβλαβών ουσιών που ευρίσκονται στο παρασκεύασµα µε τους αντίστοιχους δείκτες Ι2 είναι µεγαλύτερο του 100 ήτοι:
όπου Ρ το εκατοστιαίο κατά βάρος ποσοστό κάθε ουσίας στο παρασκεύασµα και Ι1, Ι2 οι δείκτες που αντιστοιχούν στην κλάση της ουσίας.
4. ∆εν κατατάσσονται ως τοξικά ή επιβλαβή τα παρασκευάσµατα που περιέχουν µία ή περισσότερες ουσίες που αναγράφονται στο παράρτηµα εάν το άθροισµα των γινοµένων που λαµβάνεται πολλαπλασιάζοντας το εκατοστιαίο κατά βάρος ποσοστό των διαφόρων τοξικών ή επιβλαβών ουσιών που ευρίσκονται στο παρασκεύασµα µε τους αντίστοιχους δείκτες Ι2 είναι µικρότερο ή ίσο του 100, ήτοι:
όπου Ρ το εκατοστιαίο κατά βάρος ποσοστό κάθε ουσίας στο παρασκεύασµα και Ι2 ο δείκτης που αντιστοιχεί στην κλάση της ουσίας.
5. Για τα παρασκευάσµατα που υπόκεινται στο παρόν Π.∆. οι ουσίες που αναγράφονται στο παράρτηµα, οι οποίες ευρίσκονται είτε ως προσµίξεις είτε ως πρόσθετα, δεν λαµβάνονται υπόψη εφ’ όσον η συγκέντρωση τους κατά βάρος είναι µικρότερη του:
- 0,2% για τις ουσίες της κλάσεως Ι.
- 1% για τις ουσίες της κλάσεως ΙΙ ή αυτές που κατατάσσονται ως διαβρωτικές.
- 2% για τις ουσίες που κατατάσσονται ως ερεθιστικές.
Οι ουσίες που, τόσο ως προσµίξεις όσο και ως πρόσθετα, δεν αναφέρονται στο παράρτηµα της οδηγίας αυτής, αλλά οι οποίες περιλαµβάνονται στο παράρτηµα Ι του Π.∆. 329/1983 θεωρούνται:
- εκείνες που κατατάσσονται ως λίαν τοξικές ως ουσίες της κλάσεως Ι/α.
- εκείνες που κατατάσσονται ως επιβλαβείς ως ουσίες της κλάσεως ΙΙ/α.
6. Θεωρούνται:
α) ως διαβρωτικά:
Τα παρασκευάσµατα που περιέχουν µία ή περισσότερες ουσίες ταξινοµηµένες ως διαβρωτικές στο παράρτηµα, λόγω συγκεντρώσεως κάθε µίας η οποία υπερβαίνει τα όρια που τίθενται στο παράρτηµα ή ολικής συγκεντρώσεως η οποία υπερβαίνει το όριο που τίθεται αλλαχού στο εν λόγω παράρτηµα.
β) ως ερεθιστικά:
Τα παρασκευάσµατα που περιέχουν µία ή περισσότερες ουσίες ταξινοµηµένες είτε ως ερεθιστικές είτε ως διαβρωτικές στο παράρτηµα και λόγω συγκεντρώσεως κάθε µιας η οποία υπερβαίνει το όριο που τίθεται στο παράρτηµα, ή των οποίων η ολική συγκέντρωση υπερβαίνει τα όρια που τίθενται στο εν λόγω παράρτηµα.
7. Θεωρούνται ως εξόχως εύφλεκτα:
Τα παρασκευάσµατα σε υγρή κατάσταση των οποίων το σηµείο αναφλέξεως που προσδιορίζεται σύµφωνα µε µία από τις µεθόδους δοκιµασίας που εµφαίνονται στο παράρτηµα V Μέρος Α στο οποίο παραπέµπεται το Π.∆. 329/1983 είναι κατώτερο των 0 βαθµών Κελσίου και τα οποία έχουν σηµείο ζέσεως κατώτερο των 35 βαθµών Κελσίου.
8. Θεωρούνται ως λίαν εύφλεκτα:
τα παρασκευάσµατα σε υγρή κατάσταση των οποίων το σηµείο αναφλέξεως που προσδιορίζεται σύµφωνα µε µία από τις µεθόδους δοκιµασίας που εµφαίνεται στο παράρτηµα V Μέρος Α στο οποίο παραπέµπει το Π.∆. 329/1983 είναι κατώτερο των 21 βαθµών Κελσίου.
9. Θεωρούνται ως εύφλεκτα:
τα παρασκευάσµατα σε υγρής κατάσταση των οποίων το σηµείο αναφλέξεως που προσδιορίζεται σύµφωνα µε µία από τις µεθόδους δοκιµασίας που προαναφέρθηκαν κείται µεταξύ 21 και 55 βαθµών Κελσίου, συµπεριλαµβανοµένων.
10. Για τα παρασκευάσµατα που παρουσιάζονται υπό µορφή αεροζόλ, είναι εφαρµοστέες οι διατάξεις που αφορούν τα κριτήρια αναφλεξιµότητας που περιλαµβάνονται στα σηµεία Ι.8 και 2.2 υπό γ) του παραρτήµατος της οδηγίας 75/324/ΕΟΚ.
Τα επικίνδυνα παρασκευάσµατα (διαλύτες) δεν επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά παρά µόνον εάν πληρούν τις διατάξεις του παρόντος Π.∆. του παραρτήµατος.
Τα επικίνδυνα παρασκευάσµατα (διαλύτες) δεν επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά παρά µόνον εάν α οι συσκευασίες τους και τα συστήµατα κλεισίµατος πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 15 του Π.∆. 329/1983.
1. Τα επικίνδυνα παρασκευάσµατα που ταξινοµούνται σύµφωνα µε το άρθρο 3 δεν επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά παρά µόνον εάν οι συσκευασίες τους, σε ότι αφορά τις επισηµάνσεις, ανταποκρίνονται στους όρους που εµφαίνονται κατωτέρω.
2. Κάθε συσκευασία παρασκευάσµατος που θεωρείται ως επικίνδυνο σύµφωνα µε το άρθρο 3 πρέπει να φέρει κατά τρόπο ευανάγνωστο και ανεξίτηλο, τις ακόλουθες ενδείξεις:
α) την εµπορική ή χαρακτηριστική ονοµασία του παρασκευάσµατος.
β) τη χηµική ονοµασία της ή των λίαν τοξικών ή τοξικών ουσιών που περιέχονται σε ποσοστό µεγαλύτερο του 0,2% µε ένδειξη της συγκεντρώσεως επί τοις εκατό ή της περιοχής συγκεντρώσεως σύµφωνα µε την ακόλουθη κατανοµή :
συγκ. ≤ 1%
1 < συγκ. ≤ 5%
5 < συγκ. ≤ 20%
20 < συγκ. ≤ 50%
συγκ. ≤ 50 %
Η µνεία της ονοµασίας της ή των ουσιών και η ένδειξη του ποσοστού δεν είναι εν τούτοις αναγκαίες εάν το παρασκεύασµα δεν είναι ούτε τοξικό, ούτε επιβλαβές.
- την χηµική ονοµασία της ή των επιβλαβών ουσιών που περιέχονται σε συγκέντρωση µεγαλύτερή του :
- 3% κατά βάρος για τις ουσίες της κλάσεως ΙΙ/α
- 6% κατά βάρος για τις ουσίες της κλάσεως ΙΙ/β
- 10% κατά βάρος για τις ουσίες της κλάσεως ΙΙ/γ
- 20% κατά βάρος για τις ουσίες της κλάσεως ΙΙ/δ
Η ένδειξη της χηµικής ονοµασίας δεν είναι εν τούτοις αναγκαία εάν το παρασκεύασµα δεν είναι ούτε τοξικό, ούτε επιβλαβές.
- την χηµική ονοµασία της ή των διαβρωτικών ουσιών που περιέχονται σε συγκέντρωση που υπερβαίνει τα κατώτερα όρια που τίθενται στο παράρτηµα.
- την χηµική ονοµασία της ή των ερεθιστικών ουσιών εφόσον αυτές υπόκεινται στο καθεστώς της αναφοράς των τυποποιηµένων φράσεων κινδύνου R 42, R 43 ή PR42/43 που εµφαίνονται στο παράρτηµα Ι στο οποίο παραπέµπει το Π.∆. 329/1983 και εφ’ όσον η συγκέντρωσή τους υπερβαίνει τα τιθέµενα στο παράρτηµα όρια :
- την ένδειξη «ερεθιστικοί διαλύτες» εάν το παρασκεύασµα περιέχει ερεθιστικές ουσίες διάφορες εκείνων που ορίζονται στην προηγούµενη περίπτωση σε συγκέντρωση που υπερβαίνει το όριο που τίθεται στο παράρτηµα. Η ένδειξη αυτή δεν είναι αναγκαία εάν το παρασκεύασµα είναι ήδη ταξινοµηµένο ως διαβρωτικό.
Η χηµική ονοµασία πρέπει να εµφαίνεται σύµφωνα µε µία από τις ονοµασίες που περιλαµβάνονται στο κατάλογο που περιέχεται στο παράρτηµα Ι στο οποίο παραπέµπει το Π.∆. 329/1983.
Η ένδειξη της χηµικής ονοµασίας της ή των ουσιών δεν είναι αναγκαία εάν το παρασκεύασµα είναι ταξινοµηµένο αποκλειστικά ως λίαν εύφλεκτον ή εύφλεκτο.
γ) το όνοµα και τη διεύθυνση του κατασκευαστού ή κάθε άλλου προσώπου που διαθέτει το εν λόγω παρασκεύασµα στην αγορά.
δ) τα σύµβολα στο µέτρο που προβλέπονται στο παρόν Π.∆. και ενδείξεις των κινδύνων που παρουσιάζει το παρασκεύασµα σύµφωνα µε το άρθρο 16 παράγραφο 2 υπό γ) του Π∆ 329/1983 σε συνδυασµό µε το παράρτηµα V στο οποίο παραπέµπει και, για τα παρασκευάσµατα που παρουσιάζονται υπό µορφή αεροζόλ, σύµφωνα µε τα σηµεία Ι.8 και 2.2. υπό γ) του παραρτήµατος της οδηγίας 75/324/ΕΟΚ όσον αφορά τον κίνδυνο αναφλεξιµότητος.
ε) την ή τις τυποποιηµένες φράσεις για τις ιδιαίτερες καταστάσεις που συνεπάγεται η χρήση του παρασκευάσµατος.
ζ) την ή τις τυποποιηµένες φράσεις που αφορούν τις οδηγίες προφυλάξεως για χρήση του παρασκευάσµατος.
3. Οι ενδείξεις που αφορούν τις ιδιαίτερες επικίνδυνες καταστάσεις πρέπει να ευρίσκονται σε συµφωνία µε τις ενδείξεις που περιλαµβάνονται / στο παράρτηµα ΙΙΙ στο οποίο παραπέµπει στο Π.∆. 329/1983 και πρέπει να δίδονται το εν λόγω παρασκεύασµα στην αγορά.
∆εν είναι αναγκαίο να αναφέρονται περισσότερες από τέσσερις τυποποιηµένες φράσεις.
Όταν το παρασκεύασµα ανήκει ταυτόχρονα σε περισσότερες από µία κατηγορίες κινδύνων, οι τυποποιηµένες αυτές φράσεις πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των κυρίων επικινδύνων καταστάσεων που παρουσιάζονται από το παρασκεύασµα.
4. Οι ενδείξεις που αφορούν τις οδηγίες προφυλάξεως πρέπει να ευρίσκονται σε συµφωνία µε τις ενδείξεις που περιλαµβάνονται στο παράρτηµα IV στο οποίο παραπέµπει το Π.∆. 329/1983 και πρέπει να δίδονται από τον κατασκευαστή ή κάθε άλλο πρόσωπο που διαθέτει το εν/λόγω παρασκεύασµα στην αγορά. ∆εν είναι αναγκαίο να αναφέρονται περισσότερες από τέσσερις τυποποιηµένες φράσεις.
5. Η συσκευασία συνοδεύεται από οδηγίες προφυλάξεως που αφορούν τη χρήση του παρασκευάσµατος στην περίπτωση που είναι αντικειµενικώς αδύνατο να αναγραφούν στην ετικέττα ή στην ίδια τη συσκευασία.
6. Για τα ερεθιστικά, λίαν εύφλεκτα και εύφλεκτα παρασκευάσµατα, δεν είναι αναγκαίο να µνηµονεύονται οι ιδιαίτερες επικίνδυνες καταστάσεις και οι οδηγίες προφυλάξεως εάν το περιεχόµενο της συσκευασίας δεν υπερβαίνει τα 125 χιλιοστόλιτρα. Το ίδιο ισχύει και για τα επιβλαβή παρασκευάσµατα, του αυτού όγκου, τα οποία δεν πωλούνται λιανικώς στο ευρύ κοινό.
7. Το άρθρο 3 παράγραφος 5 εφαρµόζεται ανάλογα προσαρµοζόµενο και στην επισήµανση.
8. Όταν πρέπει να αποδοθούν σε ένα παρασκεύασµα περισσότερα από ένα σύµβολα κινδύνου :
- η υποχρέωση αναγραφής του συµβόλου Τ καθιστά προαιρετική την αναγραφή των συµβόλων C και X.
- η υποχρέωση αναγραφής του συµβόλου C καθιστά προαιρετική την αναγραφή του συµβόλου X.
- η υποχρέωση αναγραφής του συµβόλου E καθιστά προαιρετική την αναγραφή των συµβόλων F και Ο.
9. Εάν ένα παρασκεύασµα κατατάσσεται ταυτοχρόνως ως επιβλαβές και ερεθιστικό πρέπει να φέρει επισήµανση ως επιβλαβές και ο διπλός του χαρακτήρας του ερεθιστικού και του επιβλαβούς πρέπει να µνηµονεύεται µε τις ενδεδειγµένες τυποποιηµένες φράσεις, κινδύνου σύµφωνα µε το παράρτηµα ΙΙΙ στο οποίο παραπέµπει το Π.∆. 329/1983.
1. Όταν ενδείξεις που επιβάλλονται από το άρθρο 6 ευρίσκονται σε ετικέττα, αυτή πρέπει να επικολλάται σταθερά σε µία ή περισσότερες πλευρές της συσκευασίας, σε τρόπο ώστε οι ενδείξεις αυτές να δύναται να διαβιβάζονται οριζόντια όταν η συσκευασία είναι τοποθετηµένη κανονικά.
Οι διαστάσεις της ετικέττας πρέπει να είναι οι ακόλουθες :
Χωρητικότητα της συσκευασίας :
∆ιαστάσεις (σε χιλιοστόµετρα) ει δυνατόν
- µικρότερη ή ίση των τριών λίτρων:
τουλάχιστον 52Χ74
- µεγαλύτερη των 3 λίτρων και µικρότερη ή ίση των 50 λίτρων:
τουλάχιστον 74Χ105
- µεγαλύτερη των 50 και µικρότερη ή ίση των 500 λίτρων:
τουλάχιστον 105Χ148
- µεγαλύτερη των 500 λίτρων:
τουλάχιστον 148Χ210
Κάθε σύµβολο πρέπει να καταλαµβάνει τουλάχιστον το ένα δέκατο της επιφάνειας της ετικέττας χωρίς εν τούτοις να είναι µικρότερο του ενός τετραγωνικού εκατοστοµέτρου.
Η ετικέττα πρέπει να προσκολλάται καθ’ όλη την επιφάνεια της πάνω στη συσκευασία που περιέχει αµέσως το παρασκεύασµα.
Οι ετικέττες µε τις διαστάσεις αυτές προορίζονται αποκλειστικά για τις πληροφορίες που απαιτούνται από το παρόν Π.∆. και ενδεχοµένως για συµπληρωµατικές ενδείξεις υγιεινής ή ασφαλείας.
2. ∆εν απαιτείται ετικέττα όταν η συσκευασία αυτή καθ’ εαυτή φέρει µε τρόπο εµφανή τις ενδείξεις που απαιτούνται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στην παράγραφο 1.
3. Το χρώµα και η παρουσίαση της ετικέττας και, στην περίπτωση της παραγράφου 2, της συσκευασίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε το σύµβολο κινδύνου και η βάση (φόντο) του να διακρίνονται σαφώς.
4. Η διάθεση των επικινδύνων παρασκευασµάτων στην αγορά επιτρέπεται µόνο εφ’ όσον η επισήµανση είναι διατυπωµένη στην Ελληνική γλώσσα ή και στην Ελληνικήν γλώσσαν.
5. Οι απαιτήσεις επισηµάνσεως του παρόντος Π.∆. θεωρούνται ότι πληρούνται :
α) στην περίπτωση εξωτερικής συσκευασίας που περιέχει µία ή περισσότερες εσωτερικές συσκευασίες, εάν η εξωτερική συσκευασία φέρει επισήµανση σύµφωνη µε τους Εθνικούς κανονισµούς προκειµένου περί παρασκευασµάτων που δεν εξέρχονται από την Ελληνική επικράτεια ή σύµφωνη µε τους διεθνείς κανονισµούς περί µεταφοράς επικινδύνων ουσιών και ή οι εσωτερικές συσκευασίες φέρουν επισήµανση σύµφωνη µε το παρόν Π.∆.
β) στην περίπτωση µίας µόνης συσκευασίας, εάν η τελευταία φέρει επισήµανση σύµφωνη µε τους Εθνικούς κανονισµούς προκειµένου περί παρασκευασµάτων που δεν εξέρχονται από την Ελληνικήν επικράτεια ή σύµφωνη µε τους διεθνείς κανονισµούς περί µεταφοράς επικινδύνων ουσιών καθώς επίσης και µε το άρθρο 6 παράγραφος 2 α), β), γ) ε) και ζ).
1. Επιτρέπεται όπως:
α) εφ’ όσον οι συσκευασίες λόγω περιορισµένων διαστάσεων ή οιουδήποτε άλλου λόγου δεν επιτρέπουν την επισήµανση σύµφωνα µε το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2, η επισήµανση που επιβάλλεται από το άρθρο 6 να πραγµατοποιείται µε άλλο πρόσφοροι τρόπο.
β) Κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 7, οι συσκευασίες των επικινδύνων παρασκευασµάτων τα /οποία δεν είναι ούτε εκρηκτικά, ούτε τοξικά, να µην επισηµαίνονται ή να επισηµαίνονται µε άλλο τρόπο εάν περιέχουν ποσότητες τόσο περιορισµένες ώστε να µη δικαιολογείται φόβος υπάρξεως κινδύνου για τα πρόσωπα που χειρίζονται τα παρασκευάσµατα αυτά και για τους τρίτους.
2. Στην περίπτωση που γίνει χρήση των δυνατοτήτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ο υπόχρεος, ενηµερώνει και αιτιολογεί την παρέκκλιση αµέσως στο Υπουργείο Οικονοµικών – Γενικό Χηµείο του Κράτους, το οποίο ορίζεται σαν αρµόδια Αρχή για την παρακολούθηση της εφαρµογής των ∆ιατάξεων του παρόντος Π.∆.
Η αρµόδια Αρχή στην περίπτωση αυτή, ενηµερώνει περί αυτού αµέσως την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
∆εν είναι δυνατόν να απαγορευθεί, περιορισθεί ή παρεµποδισθεί για λόγους ταξινοµήσεως, συσκευασίας ή επισηµάνσεως κατά την έννοια του παρόντος Π.∆. η διάθεση στην αγορά των επικινδύνων παρασκευασµάτων εάν αυτά ανταποκρίνονται στις διατάξεις του παρόντος Π.∆. και του παραρτήµατός του.
Σε περίπτωση που η αρµόδια Αρχή (Υπουργείο Οικονοµικών – Γενικό Χηµείο του Κράτους) διαπιστώσει ότι ένα επικίνδυνο παρασκεύασµα, αν και σύµφωνο προς τις διατάξεις του παρόντος Π.∆. παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια, έτσι ώστε να καθίσταται αναγκαία η ταξινόµηση ή επισήµανση τούτου µε διαφορετικό τρόπο από εκείνον που προβλέπεται από αυτό το Π.∆. µπορεί να απαγορεύσει για µια περίοδο το µέγιστο έξη µηνών, την πώληση, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση του παρασκευάσµατος αυτού. Στην περίπτωση αυτή ενηµερώνει αµέσως και τα άλλα Κράτη Μέλη και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
καθορίζοντας τους λόγους της αποφάσεώς της.
Η αρµόδια Αρχή (Υπουργείο Οικονοµικών – Γενικό Χηµείο του Κράτους) γνωστοποιεί στην επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το κείµενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου στο τοµέα που διέπεται από αυτό το Π.∆.
Οι παραβάτες των διατάξεων του παρόντος Π.∆/τος τιµωρούνται µε πρόστιµο από 100.000 έως 500.000 δρχ. που επιβάλλεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών µόνον εφ’ όσον, οι εξηγήσεις που θα κληθεί να παράσχει ο εγκαλούµενος στην αρµόδια Αρχή δεν κριθούν ικανοποιητικές.
Με το Προεδρικό ∆ιάταγµα τούτο καταργείται κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται σ’ αυτό.
Το Προεδρικό ∆ιάταγµα αυτό αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1984.
Στον Υπουργό Οικονοµικών αναθέτουµε τη δηµοσίευση και εκτέλεση του Π.∆. τούτου.
Αθήνα, 9 Νοεµβρίου 1983
Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΕΡΑΣ. ΑΡΣΕΝΗΣ |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΤΤΑΚΗΣ |