Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως ιδίως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου αποτελέσματος.
Ορισμός 2: Κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.
Ορισμός 1: α. κάθε εργαζόμενος κατά τη νυχτερινή περίοδο επί τρεις τουλάχιστον ώρες του ημερήσιου κανονικού χρόνου εργασίας του ή β. κάθε εργαζόμενος, ο οποίος ενδέχεται να πραγματοποιεί κατά τη νυχτερινή περίοδο τουλάχιστον 726 ώρες του ετήσιου χρόνου εργασίας του εφόσον δεν προβλέπεται μικρότερος αριθμός ωρών από συλλογικές συμβάσεις ή άλλες διατάξεις. Για τον υπολογισμό του παραπάνω χρόνου θα λαμβάνεται υπόψη ο ημερήσιος συνολικός χρόνος εργασίας του εργαζόμενου εφόσον σ' αυτόν περιλαμβάνονται 3 τουλάχιστον ώρες του χρονικού διαστήματος 24.00 - 05.00, ανεξαρτήτως ώρας έναρξης και λήξης βάρδιας και η εργασία του εργαζόμενου είναι σε 7 τουλάχιστον συνεχείς ώρες εργασίας.
Ορισμός 1: Ορίζεται το μοντέλο παρακολούθησης του κοινωνικού αντικτύπου, που ο κάθε φορέας δύναται να συμπληρώνει με σκοπό τη βελτίωση των διαδικασιών λειτουργίας του και την ενδυνάμωση των δραστηριοτήτων του. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται τα τεχνικά ζητήματα και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του.
Ορισμός 1:
Συμπεριλαμβάνει ηλεκτροσυγκόλληση, χρήση φλόγας, ηλεκτρικού τόξου ή τη χρήση οποιουδήποτε άλλου εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα. Επίσης, συμπεριλαμβάνει το τρόχημα, την αμμοβολή, τη στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση) και οποιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100°C.
Ορισμός 1:
Συμπεριλαμβάνει τη χρήση εργαλείων για συναρμολόγηση, αποσυναρμολόγηση, βαφή, καθαρισμό, δομικές εργασίες που όμως δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν σπινθήρα και εργασίες, όπως τρύπημα, κατασκευή σπειρώματος και κοπή μετάλλων, που εκτελούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμποδίζουν την παραγωγή θερμότητας και να διατηρούν τη θερμοκρασία των εργαλείων και της επεξεργασίας κάτω των 100°C.
Ορισμός 1: Σημαίνει οποιαδήποτε σχετική με γεώτρηση εργασία, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει, λόγω ατυχήματος, απελευθέρωση υλικών με πιθανότητα να οδηγήσει σε σοβαρό ατύχημα, συμπεριλαμβανομένων της ανόρυξης γεώτρησης, της επισκευής ή της τροποποίησης γεώτρησης, της αναστολής των εργασιών γεώτρησης και της οριστικής εγκατάλειψης γεώτρησης.
Ορισμός 1: Αυτή συμπεριλαμβάνει ηλεκτροσυγκόλληση ή τη χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή τη χρήση οιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα. Επίσης συμπεριλαμβάνει το καλαφάτισμα, τη στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση), και οιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100 0C. (Σχετική επίσης εργασία εν ψυχρώ).
Ορισμός 1: Η εργασία εν ψυχρώ συμπεριλαμβάνει τη χρήση εργαλείων για συναρμολόγηση, αποσυναρμολόγηση ή καθαρισμό, που όμως δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν σπινθήρα, και εργασίες όπως τρύπημα, κατασκευή σπειρώματος και κοπή μετάλλων που εκτελούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίζουν την παραγωγή θερμότητας και να διατηρούν τη θερμοκρασία των εργαλείων και της επεξεργασίας κάτω των 100 0C. (Σχετική επίσης εργασία εν θερμώ).
Ορισμός 1: Κάθε μέθοδος οργάνωσης της ομαδικής εργασίας, κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στις ίδιες θέσεις εργασίας με ορισμένο ρυθμό, περιλαμβανομένου του ρυθμού περιτροπής και η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής πράγμα το οποίο υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες, σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων.
Ορισμός 1: Είναι η εργασία που εκτελείται στις παρακάτω περιπτώσεις
α. σε απόσταση μεγαλύτερη των 2 m από τα μέρη που βρίσκονται υπό τάση (ή 1,5 m για το ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό των ΠΕΗΕ).
β. σε απόσταση μικρότερη των 2m από τα τμήματα που βρίσκονται υπό τάση με τη χρήση προσωρινών ή μόνιμων περιφράξεων χωρίς σε καμία περίπτωση να παραβιάζεται η απόσταση μόνωσης.
γ. στις εγκαταστάσεις όπου διακόπηκε η παροχή τάσης αλλά δεν συνδέθηκαν με τη διάταξη γείωσης ή με τη σιδηροτροχιά κι έτσι θεωρούνται σαν να βρίσκονταν ακόμη υπό τάση
δ. απευθείας στα τμήματα που βρίσκονται υπό τάση (εργασία υπό τάση με χρήση ειδικών μέτρων που εξασφαλίζουν την προστασία του προσωπικού έναντι ηλεκτροπληξίας).
Ορισμός 1: Η εκτέλεση κατεδαφιστικών έργων και εργασιών αφαίρεσης αμιάντου ή/και υλικών που περιέχουν αμίαντο από κτίρια, κατασκευές, συσκευές, εγκαταστάσεις και πλοία, καθώς επίσης και οι εργασίες συντήρησης, επικάλυψης και εγκλεισμού αμιάντου ή/και υλικών που περιέχουν αμίαντο, κατά τη διάρκεια των οποίων ενδέχεται να διαταραχθούν τα αμιαντούχα υλικά με συνέπεια την αποδέσμευση ινών αμιάντου στον αέρα του χώρου εργασίας και του περιβάλλοντος χώρου.
Ορισμός 1: Είναι η ιδιότητα του νωπού σκυροδέματος που χαρακτηρίζει την ευκολία, με την οποία αυτό μεταφέρεται, διαστρώνεται και συμπυκνώνεται και η οποία εκτιμάται έμμεσα μέσω τυποποιημένων δοκιμών, όπως είναι η δοκιμή της κάθισης.
Ορισμός 1: Είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Ορισμός 2: Είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη, που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας σε σχέση με την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, των όρων συλλογικών ρυθμίσεων ή κανονισμών εργασίας, καθώς και όρων ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως είναι οι διαφορές που αφορούν στην καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών, στη χρονική διάρκεια και τη μορφή της σύμβασης εργασίας, στην τήρηση του ωραρίου και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στη χορήγηση των αδειών, στην απασχόληση ειδικών κατηγοριών μισθωτών, στην αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Ορισμός 1: Ο θάνατος ή η ανικανότητα του ασφαλισμένου για εργασία που προκλήθηκε από ένα βίαιο περιστατικό που έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ασφαλιστέας στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή εξαιτίας αυτής. Σαν τέτοιο περιστατικό θεωρείται κάθε βίαιο εξωτερικό γεγονός που προκάλεσε την πάθηση ή βλάβη ή την επιδείνωση προϋπάρχουσας νόσου, εφόσον έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή και συνδέεται με την εργασία άμεσα ή έμμεσα σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος (Σ.τ.Ε. 2464/77, 4697/83 κ.ά.)»
Ορισμός 3: Χαρακτηρίζεται ο θάνατος ή η ανικανότητα του ασφαλισμένου για εργασία που προκλήθηκε από ένα βίαιο περιστατικό που έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας αυτής (και κατά τη μετάβαση του εργαζόμενου στον τόπο της εργασίας ή κατά την επιστροφή στο σπίτι του). Επίσης, σύμφωνα με την ασφαλιστική νομοθεσία και συγκεκριμένα με την εγκύκλιο Αρ. 45/24.6.2010 του ΙΚΑ ως εργατικό ατύχημα ορίζεται: «Ο θάνατος ή η ανικανότητα του εργαζόμενου για εργασία που προκλήθηκε από ένα βίαιο περιστατικό που έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας αυτής». (Ορισμός από νομολογία)
Ορισμός 4: Κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεομένου οπωσδήποτε με αυτήν λόγω της εμφάνισης του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής.
Ορισμός 5: Κάθε πάθηση ή βλάβη ή επιδείνωση προϋπάρχουσας νόσου συνεπεία βίαιου εξωτερικού γεγονότος, εφόσον έγινε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτήν και συνδέεται με την εργασία άμεσα ή έμμεσα με σχέση αιτίου και αποτελέσματος.
Ορισμός 1: Το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθ' αυτό μία οικονομική ή τεχνική λειτουργία.
Ορισμός 2: Το σύνολο των μεταλλευτικών ή λατομικών εργασιών που αναπτύσσονται σε ενιαίο μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο ή και σε γειτονικούς ανάλογους μεταλλευτικούς ή λατομικούς χώρους που ανήκουν στον ίδιο εκμεταλλευτή και υπάγονται σε ενιαία Διεύθυνση που έχει τη δυνατότητα εποπτείας.
Ορισμός 4: Το αποτέλεσμα ενός συνόλου δομικών εργασιών ή εργασιών μηχανικού, το οποίο επαρκεί καθαυτό για την επιτέλεση οικονομικής ή τεχνικής λειτουργίας.
Ορισμός 1: Kάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο και έχει την ευθύνη για την επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση.
Ορισμός 3: Eίναι ο ίδιος ο εκμεταλλευτής, εφόσον αυτοδύναμα εκτελεί το έργο ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με τον εκμεταλλευτή, με σχέση εργολαβικής ανάθεσης του συνόλου ή μέρους του έργου και περιοριστικά μόνο για τις εργασίες που αναφέρονται στη σχετική σύμβαση.
Ορισμός 4: Kάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο και εν προκειμένω οι παράγοντες του έργου που αναφέρονται στα εδάφια (α) και (β) της προηγούμενης παραγράφου (δηλ. εργολάβος, υπεργολάβος), μη αποκλειομένου και του κυρίου του έργου όταν αυτός συνδέεται απευθείας με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο.
Ορισμός 5: Kάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, ως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπερ χρησιμοποιεί την εργασία άλλων φυσικών προσώπων δυνάμει σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Ορισμός 6: Eίναι η αναθέτουσα αρχή που είναι άμεσος αποδέκτης μελέτης ή παροχής υπηρεσιών, ως αντισυμβαλλόμενη του αναδόχου, είτε για λογαριασμό της είτε για λογαριασμό του κυρίου του έργου.
Ορισμός 7: Tο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνάπτει συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας με τους εργαζόμενους, δυνάμει της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας και πρακτικής.
Ορισμός 8: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης, για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία του οποίου λαμβάνει χώρα η απασχόληση.
Ορισμός 9: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οργανισμοί που συνδέονται με σχέση εργασίας με τους εργαζομένους και έχουν την ευθύνη για τη διαχείριση, οργάνωση και παροχή υγειονομικής περίθαλψης και τις άμεσα συνδεόμενες υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχονται από τους εργαζομένους.
Ορισμός 1: Πρόσωπο που συμβάλλεται µε μίσθωση έργου µε τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα µε την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό.
Ορισμός 2: Πρόσωπο φυσικό ή νομικό το οποίο συμβάλλεται µε μίσθωση έργου µε τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου ναυπηγοεπισκευαστικού έργου ή τρήματός του.
Ορισμός 3: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι εφοδιασμένα από την Λιμενική Αρχή με άδεια λειτουργίας καταδυτικού συνεργείου, προκειμένου να αναλαμβάνει κατ' επάγγελμα τη διεξαγωγή καταδυτικών εργασιών, κατόπιν συμφωνίας, μη υποκείμενης σε ορισμένο τύπο, με τον εργοδότη.
Ορισμός 4: Πρόσωπο που συμβάλλεται με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό και προκειμένου για δημόσια έργα ο ανάδοχος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 του Ν.1418/1984 (ΦΕΚ 23/Α/29.2.1984) «Δημόσια έργα και ρύθμιση συναφών θεμάτων». (δηλ. είναι η εργοληπτική επιχείρηση στην οποία ανατίθεται με σύμβαση η εκτέλεση του έργου).
Ορισμός 5: Σημαίνει οποιαδήποτε οντότητα, στην οποία ο διαχειριστής ή ο ιδιοκτήτης Μ.Π.Εγκ. αναθέτει με σύμβαση συγκεκριμένα καθήκοντα για λογαριασμό του διαχειριστή ή του ιδιοκτήτη Μ.Π.Εγκ.
Ορισμός 1: Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις των δημόσιων έργων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στην κατηγορία Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου.
Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου
Ορισμός 1: Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις των δημόσιων έργων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στην κατηγορία Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου.
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις και παραδίδεται νωπό από κάποιο άτομο ή φορέα που δεν είναι ο κατασκευαστής (χρήστης).
Στο εργοστασιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) ή ο κατασκευαστής δεν έχει δικές του πληροφορίες για τα υλικά, τις αναλογίες σύνθεσης και τη διαδικασία παραγωγής, ελέγχει δε το έτοιμο προϊόν στη θέση παράδοσής του.
Ορισμός 1: Είναι σχετικά αυτόνομη περιοχή, κατασκευή ή κτίριο, που στεγάζει μία ή περισσότερες μονάδες, με συναφή ή βοηθητική υποδομή, όπως:
α. Μικρό διοικητικό τμήμα
β. Ζώνες αποθήκευσης ή κατεργασίας βασικών υλών και προϊόντων
γ. Σταθμό επεξεργασίας εκροών και αποβλήτων
δ. Εργαστήριο ελέγχου ή αναλύσεων
ε. Υπηρεσία πρώτων βοηθειών ή συναφές ιατρικό τμήμα
στ. Αρχεία ή κάθε σχετική καταχώρηση που αφορά τη διακίνηση των χημικών προϊόντων που έχουν δηλωθεί και των βασικών τους υλών ή των χημικών προϊόντων που παράγονται από αυτά.
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις στον τόπο εκτέλεσης του έργου και χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου, δημόσιου ή ιδιωτικού. Το εργοταξιακό σκυρόδεμα παράγεται από τον κατασκευαστή (χρήστη) του έργου ή από υπεργολάβο του.
Στο εργοταξιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) θα ασκεί πλήρη έλεγχο σε όλα τα στάδια κατασκευής του έργου (συγκέντρωση των υλικών, έλεγχος των δελτίων ποιότητας των υλικών, εργαστηριακός έλεγχος των υλικών, επίβλεψη στο συγκρότημα παραγωγής, στη λήψη δοκιμίων, στη μεταφορά, τη διάστρωση και τη συντήρηση του σκυροδέματος, στον πιθανό επανέλεγχο της κατασκευής κ.λπ.). Η παρακολούθηση αυτή δεν απαλλάσσει τον κατασκευαστή (χρήστη) από την ευθύνη της ποιότητας των υλικών και του σκυροδέματος.
Ορισμός 2: Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την υλοποίηση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων (οικοδομικών, οδοποιίας, λιμενικών, υδραυλικών, εγγείων βελτιώσεων, περιβαλλοντικών κ.ά.). Η νόμιμη λειτουργία του εργοταξίου αποδεικνύεται με την ύπαρξη της ισχύουσας άδειας δόμησης/οικοδομικής άδειας για τη συγκεκριμένη χρήση ή της σχετικής σύμβασης κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Ορισμός 1: Η πρόκληση αλλοιώσεων του οφθαλμού, οι οποίες εμφανίζονται μετά την εφαρμογή της ελεγχόμενης ουσίας στην εμπρόσθια επιφάνειά του και είναι πλήρως αναστρέψιμες εντός 21 ημερών από την εφαρμογή της ουσίας.
Ορισμός 1: Σημαίνει την ανόρυξη γεώτρησης σε τοποθεσία πιθανού κοιτάσματος και όλες τις συναφείς με αυτήν υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων που είναι απαραίτητες πριν από τις εργασίες τις σχετιζόμενες με την παραγωγή.
Ορισμός 1: Γυμνά φώτα, φωτιές, εκτεθειμένα πυρακτωμένα υλικά, ηλεκτρικά τόξα συγκόλλησης, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός μη εγκεκριμένου τύπου ή σπίθα ή φλόγα που παράγεται από οιονδήποτε άλλο μέσο. Οιαδήποτε θερμή επιφάνεια, όπως ένας θερμός σωλήνας εξάτμισης που έχει θερμανθεί πάνω από τη θερμοκρασία ανάφλεξης ενός εύφλεκτου μίγματος αερίων πετρελαιοειδών και αέρα, μπορεί επίσης, να αποτελεί εστία ανάφλεξης.
Ορισμός 1: Επιφανειακά κατασκευαστικά στοιχεία με τα οποία γίνεται η τελική διαμόρφωση των εσωτερικών επιφανειών των κτιρίων, όπως επιχρίσματα, επενδύσεις, επιστρώσεις, χρωματισμοί, αρμολογήματα, μονώσεις κ.λπ..
Ορισμός 1: Ηλεκτρική εγκατάσταση που τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται σε κλειστό ή υπαίθριο χώρο ακινήτου, η οποία παρέχεται από το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) ή από συστήματα αυτοπαραγωγής. Τα εν λόγω συστήματα αυτοπαραγωγής χαμηλής τάσης αποτελούν μέρος της ΕΗΕ.
Εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει σχέδιο, το οποίο εκπονούν οι διαχειριστές ή οι ιδιοκτήτες Μ.Π.Εγκ. σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου σχετικά με τα μέτρα για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος από υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων.
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον παραγωγό σκυροδέματος προκειμένου αυτός να αξιολογήσει τη συμμόρφωση του σκυροδέματος που παράγει με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται σύμφωνα με τα Κεφάλαια Β5.7 και Β6.7.
Ορισμός 1: Είναι ο προσβάσιμος χώρος που βρίσκεται εντός άλλου χώρου, όπου η υποκείμενη επιφάνεια πληροί τις προϋποθέσεις χώρου κύριας χρήσης, έχει προσπέλαση από τον χώρο αυτόν, αποτελεί λειτουργικό παράρτημα της χρήσης αυτής, έχει συνολικό εμβαδά μικρότερο του 70% της επιφάνειας του υποκείμενου χώρου, δεν θεωρείται όροφος και δεν μπορεί να αποτελεί ανεξάρτητη ιδιοκτησία.
Ορισμός 1: Ορίζονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Σε αυτές ανήκουν:
α) τα άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική, αισθητηριακή),
β) τα άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα,
γ) οι ανήλικοι με παραβατική συμπεριφορά, οι φυλακισμένοι/ες και αποφυλακισμένοι/ες
Ορισμός 1: Η δυνατότητα των εργαζομένων να προσαρμόζουν τη μορφή απασχόλησής τους, μεταξύ άλλων με τη χρήση ρυθμίσεων τηλεργασίας, ευέλικτου ωραρίου εργασίας ή με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας.
Ορισμός 2: Η δυνατότητα των εργαζομένων με σχέση ναυτικής εργασίας να προσαρμόζουν τη μορφή απασχόλησης τους, μεταξύ άλλων, με τη χρήση ευέλικτου ωραρίου εργασίας ή με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας.
Ορισμός 1: Τα υλικά που περιέχουν ίνες αμιάντου χαλαρά συνδεδεμένες έτσι ώστε σε ενδεχόμενη διατάραξή τους μπορούν εύκολα να απελευθερώσουν ίνες αμιάντου στον αέρα (χύμα υλικό, ψεκασμένος αμίαντος, αμιαντούχες μονώσεις σωληνώσεων - λεβήτων - δεξαμενών και εναλλακτών θερμότητας, μονωτικές αμιαντόπλακες, αμιαντόχαρτο, αμιαντούχο χαρτόνι, αμιαντούχες φλάντζες και τσιμούχες, αμιαντούχα σχοινιά και κορδόνια, αμιαντούχα υφάσματα).
Ορισμός 1: Τα υλικά εκείνα που περιέχουν µη σταθερά εγκλωβισμένο αμίαντο έτσι ώστε σε ενδεχόμενη μηχανική καταπόνησή τους, να μπορούν εύκολα να απελευθερώνουν ίνες ή σκόνη αμιάντου στο περιβάλλον.
Ορισμός 1: Οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.
Ορισμός 2: Κάθε απαραίτητη ή/και κατάλληλη τροποποίηση και ρύθμιση της μορφής και της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η οποία, μπορεί να υλοποιηθεί όπου απαιτείται και ανά συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προκύπτει δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, με στόχο την διασφάλιση της προσβασιμότητας του κτιρίου, όσον αφορά, σε άτομα με αναπηρίες και εμποδιζόμενα άτομα. Η υλοποίηση «εύλογων προσαρμογών» στοχεύει επιπροσθέτως στην απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Εύλογες προσαρμογές μπορούν να υλοποιούνται και σε εξειδικευμένες παρεμβάσεις για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών κάποιου ατόμου, το οποίο, αν και σε προσβάσιμο περιβάλλον, έχει ανάγκη επιπλέον εξειδικευμένης προσαρμογής.
Ορισμός 1: Η χρήση μηχανήματος με τρόπο που δεν προβλέπεται στις οδηγίες χρήσης αλλά ωστόσο μπορεί να προέλθει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ευλόγως προβλέψιμη μη σκοπούμενη χρήση (reasonably foreseeable misuse)
Ορισμός 1: Χρήση διάταξης ψυχαγωγίας με τρόπο που δεν προορίζεται από τον κατασκευαστή, αλλά που μπορεί να προκύψει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά. (Παράρτημα προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 13814:2019, μέρος 1 που παρέχει μη εξαντλητικό κατάλογο των ανθρώπινων συμπεριφορών.
ΠΗΓΗ: ΕΝ ISO 12100: 2010).
Ορισμός 1: Είναι οι κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, είτε εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής ή νοητικής ή αισθητηριακής αναπηρίας, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας.
Ορισμός 1: Είναι ο οργανισμός των Ευρωπαϊκών Εθνικών Οργανισμών Διαπίστευσης που αναγνωρίζεται από το άρθρο 14 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008.
Έχει κεντρική θέση στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 με σημαντικότερα καθήκοντα την οργάνωση του συστήματος αξιολόγησης των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης από ομότιμους καθώς και την ανάπτυξη ή την αναγνώριση τομεακών συστημάτων.