Βλέπετε τις εγγραφές : 1051 - 1100, σε σύνολο 1175
Τεχνική προδιαγραφή
Ορισμός 1: Έγγραφο με το οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά προϊόντος, διεργασίας ή υπηρεσίας, κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1025/2012.
Ορισμός 2: Έγγραφο που ορίζει τις τεχνικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιεί ένα προϊόν, μια διεργασία, μια υπηρεσία ή ένα σύστημα και το οποίο καθορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά του προϊόντος, της διεργασίας, της υπηρεσίας, ή του συστήματος.
Ορισμός 3: Έγγραφο με το οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά που πρέπει να πληροί ένας ανελκυστήρας ή ένα κατασκευαστικό στοιχείο ασφάλειας για ανελκυστήρες
Τεχνικός Μηχανικός Εγκαταστάσεων (ΤΜΕ)
Ορισμός 1: Ο εργαζόμενος ο οποίος έχει ως κύριο αντικείμενο, την τεχνική επιτήρηση της λειτουργίας, την τεχνική υποστήριξη/επισκευή/συντήρηση και την αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού των αναφερόμενων εγκαταστάσεων στο άρθρο 1 παρ. 2.1. "Συντήρηση, επισκευή και επιτήρηση της λειτουργίας μηχανολογικών εγκαταστάσεων: α) σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες, β) σε εγκαταστάσεις εξόρυξης ορυκτών και μεταλλευμάτων, γ) σε εγκαταστάσεις άντλησης αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, δ) σε εγκαταστάσεις παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και ατμού, ε) σε ηλεκτρολογικές ή μηχανολογικές εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης βιομηχανιών και κτηρίων, και ειδικότερα πάσης φύσεως ατμολέβητες, στ) σε εγκαταστάσεις συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης απορριμμάτων, αποβλήτων και ανάκτησης υλικών, και ζ) σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης επικίνδυνων υλικών.".
Τεχνικός υπεύθυνος Ε.Α.Κ.
Ορισμός 1: 'Οπως προσδιορίζεται στα άρθρα 4 (Προσωπικό των Ε.Α.Κ.), 5 (Προσόντα τεχνικού υπεύθυνου), 6 (Αρμοδιότητες και καθήκοντα του τεχνικού υπευθύνου των Ε.Α.Κ.) της παρούσας απόφασης.
Τηλεργαζόμενος
Ορισμός 1: Ο παρέχων εξ αποστάσεως εργασία μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των απασχολούμενων με σύμβαση έμμισθης εντολής, χρησιμοποιώντας τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας.
Τηλεργασία
Ορισμός 1: Μορφή οργάνωσης και εκτέλεσης εργασίας στο πλαίσιο της οποίας ο μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή ο υπάλληλος που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των απασχολούμενων με σύμβαση έμμισθης εντολής, εκτελεί τα καθήκοντά του χρησιμοποιώντας τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας, εξ αποστάσεως.
Ορισμός 2: Είναι μια μορφή οργάνωσης ή/και εκτέλεσης εργασίας που χρησιμοποιεί τεχνολογίες πληροφορικής, βάση μίας σύμβασης ή σχέσης εργασίας, όπου μια εργασία που θα μπορούσε επίσης να εκτελεστεί στις εγκαταστάσεις του εργοδότη εκτελείται κανονικά εκτός αυτών των εγκαταστάσεων.
Τομεακά συστήματα διαπίστευσης
Ορισμός 1: Σύστημα διαπίστευσης της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, το οποίο βασίζεται σε καθορισμένο πρότυπο για συγκεκριμένο προϊόν, διεργασία, υπηρεσία κ.λπ.. και σε πρόσθετες απαιτήσεις για συγκεκριμένο τομέα και/ή για συγκεκριμένη νομοθεσία.
Τομεακός προϋπολογισμός άνθρακα
Ορισμός 1: Η μέγιστη ποσότητα των εκπομπών που επιτρέπεται να εκλυθεί σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο από έναν συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων του παρόντος.
Τοποθέτηση
Ορισμός 1: Η περίοδος κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του.
Τόπος εργασίας
Ορισμός 1: Kάθε χώρος όπου βρίσκονται ή μεταβαίνουν οι εργαζόμενοι εξαιτίας της εργασίας τους και που είναι κάτω από τον έλεγχο του εργοδότη.
Ορισμός 2: Ωρισμένον, προσδιοριζόμενον τμήμα της επιχειρήσεως, δυνάμενον να περιλαμβάνη μίαν ή περισσοτέρας θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστικόν του τόπου εργασίας είναι ότι έκαστος εργαζόμενος εις το πλαίσιον της δραστηριότητος ή των δραστηριοτήτων του παραμένει εκεί κατά το µάλλον ή ήττον µακροχρονίως εις διαφόρους θέσεις εργασίας, η διάρκεια της παραμονής του εις αυτάς δεν δύναται να προσδιορισθή μετά ακριβείας και η περαιτέρω υποδιαίρεσις του τόπου τούτου εις μικρότερα τμήματα δεν είναι δυνατή.
Τρέχων έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που ξεκινάει με αυτοψία και δεν έχει ολοκληρωθεί είτε με ανάρτηση της Οριστικής Έκθεσης Ελέγχου, εφόσον δεν έχουν διαπιστωθεί παραβάσεις, είτε με ανάρτηση της Δήλωσης Συμμόρφωσης είτε με τη σύνταξη της δεύτερης κατά σειρά Πράξης Βεβαίωσης Παράβασης. Διευκρινίζεται ότι, στην περίπτωση των παρ. 15 και 15α του άρθρου 20 του ν. 4014/2011, δηλαδή για παραβάσεις οι οποίες κατατάσσονται στις κατηγορίες «χαμηλής» ή/και «μέτριας» σοβαρότητας, δεν θεωρείται υποτροπή η μη συμμόρφωση με το ΠΔΕ της οριστικής έκθεσης ελέγχου, παρά μόνο όταν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με το ΠΔΕ που συνοδεύει Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης.
Τριμερής διαβούλευση
Ορισμός 1: Σημαίνει επίσημη διευθέτηση που καθιστά δυνατό το διάλογο και τη συνεργασία ανάμεσα στην Αρμόδια Αρχή, τους διαχειριστές και τους ιδιοκτήτες Μ.Π.Εγκ., καθώς και τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Τρωτότητα
Ορισμός 1: Οι συνθήκες που καθορίζονται από φυσικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες ή διεργασίες που αυξάνουν την ευπάθεια μιας κοινωνίας στις επιπτώσεις των κινδύνων.
Ορισμός 2: Η τάση ή προδιάθεση ενός συστήματος ή τομέα να επηρεάζεται δυσμενώς από την κλιματική αλλαγή. Η τρωτότητα εμπεριέχει εύρος εννοιών και στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της ευαισθησίας ή ευπάθειας στις ζημίες και της έλλειψης ικανότητας αντιμετώπισης και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Τύπος μελανής θερμοκρασίας
Ορισμός 1: Ο τύπος μελανής θερμοκρασίας θερμαντικού μηχανήματος είναι αυτός όπου η εξωτερική ακτινοβολούμενη ή μεταφερόμενη θερμότητα επιφανείας λειτουργεί σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους 200 0C και που δεν έχει εσωτερική εστία ανάφλεξης.
Υβριδικό ηλεκτρικό όχημα εξωτερικής φόρτισης (OVC-HEV)
Ορισμός 1: Υβριδικό ηλεκτρικό όχημα στο οποίο ένας από τους μετατροπείς ενέργειας προώθησης είναι ηλεκτροκινητήρας και μπορεί να φορτίζεται από εξωτερική πηγή.
Υβριδικό όχημα κυψέλης καυσίμου (FCHV)
Υβριδικός Σταθμός
Ορισμός 1: Κάθε σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που:
α) εγκαθίσταται σε μη διασυνδεδεμένο αυτόνομο νησιωτικό σύστημα και στην Κρήτη,
β) χρησιμοποιεί τουλάχιστον μια, μη ελεγχόμενης παραγωγής, μορφή Α.Π.Ε.,
γ) υποχρεούται να παρέχει στο σύστημα εγγυημένη ισχύ, η οποία νοείται ως η μέγιστη ηλεκτρική ισχύς που οφείλει να διαθέτει στο δίκτυο κατά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους,
δ) χρησιμοποιεί σύστημα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας,
ε) η ενέργεια που απορροφά, καταναλώνεται για την πλήρωση του συστήματος αποθήκευσής του. Ως ενέργεια που απορροφά ο Υβριδικός Σταθμός από το Δίκτυο, ορίζεται η διαφορά της ενέργειας που μετράται κατά την είσοδό της στον σταθμό από την ενέργεια που αποδίδεται απευθείας στο Δίκτυο από τις μονάδες Α.Π.Ε. του Υβριδικού Σταθμού. Η διαφορά αυτή υπολογίζεται, για τα Μ.Δ.Ν., σε ωριαία βάση.
Υγεία (σε σχέση με την εργασία)
Ορισμός 1: Η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας. (Καταστατικό ΠΟΥ, 1946).
Υγεία και ασφάλεια στην εργασία
Ορισμός 1: Όλα τα στοιχεία που συνδέονται με την πρόληψη και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία στις τρέχουσες ή προηγούμενες δραστηριότητές τους, ιδίως τα εργατικά ατυχήματα, οι επαγγελματικές ασθένειες και τα λοιπά προβλήματα υγείας και νόσοι που συνδέονται με την εργασία.
Υγειονομικές υπηρεσίες
Ορισμός 1: Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και οι υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και Υγειονομικού Ελέγχου που βρίσκονται στις έδρες των Περιφερειών και των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας ανεξάρτητα από τη διοικητική τους δομή.
Υγειονομικός έλεγχος
Ορισμός 1: Η λεπτομερής εξέταση από τις αρμόδιες Υγειονομικές Υπηρεσίες των τροφίμων ζωικής ή φυτικής προελεύσεως και των ποτών, καθώς και των αντικειμένων, των χώρων και των εγκαταστάσεων, που παρουσιάζουν υγειονομικό ενδιαφέρον, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 3 της παρούσας, προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση λοιμογόνων παραγόντων και να διαπιστωθούν τυχόν δυσμενείς επιδράσεις στη Δημόσια Υγεία.
Υγρά απόβλητα
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε απόβλητο σε υγρή μορφή, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων, αλλά εξαιρουμένης της ιλύος.
Υγροποιημένα αέρια πετρελαιοειδούς (LPG) (υγραέρια)
Ορισμός 1: Υδρογονάνθρακες ελαφρού τύπου σε αεριώδη κατάσταση υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης και οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν σε υγρή κατάσταση υπό πίεση ή ψύξη για να διευκολύνεται η εναποθήκευση, μεταφορά ή η διακίνηση. Το υγροποιημένο αέριο πετρελαιοειδούς που συναντάται στο εμπόριο περιέχει βουτάνιο, προπάνιο και μίγμα αυτών.
Υδραυλική σφύρα
Ορισμός 1: Συσκευή που χρησιμοποιεί την πηγή υδραυλικής ενέργειας του φέροντος μηχανήματος για να επιταχύνει έμβολο (μερικές φορές με την βοήθεια αερίου), το οποίο στη συνέχεια χτυπά εργαλείο. Το κύμα τάσης που γεννάται από την κινητική δράση ρέει διά μέσου του εργαλείου στο υλικό με αποτέλεσμα τη θραύση του. Οι υδραυλικές σφύρες για να λειτουργήσουν χρειάζονται παροχή ελαίου υπό πίεση. Η πλήρης μονάδα φέροντος μηχανήματος/σφύρας ελέγχεται από χειριστή ο οποίος συνήθως κάθεται στο θαλαμίσκο του φέροντος μηχανήματος.
Υδροηλεκτρικός σταθμός
Ορισμός 1: Τα έργα υδροληψίας, ο αγωγός ή η σήραγγα προσαγωγής, το φράγμα, ο ταμιευτήρας, όπου υφίσταται.
Υλικά επικίνδυνα μόνο χύδην (MHB)
Ορισμός 1: Τα υλικά που ενδέχεται να έχουν χημικό κίνδυνο όταν μεταφέρονται χύδην, εκτός από υλικά ταξινομημένα ως επικίνδυνα εμπορεύματα στον Κώδικα IMDG.
Υπαίθριες ή υπόγειες εξορυκτικές βιομηχανίες
Ορισμός 1: Όλες οι βιομηχανίες οι οποίες εξορύσσουν, υπό την αυστηρή έννοια του όρου, ορυκτές ύλες στην επιφάνεια ή υπογείως, ή/και προβαίνουν στην αναζήτηση κοιτασμάτων με σκοπό την εξόρυξη αυτή, ή/και προετοιμάζουν τις εξορυγμένες ύλες για την πώληση, με εξαίρεση τις δραστηριότητες μεταποίησης των εξορυγμένων υλών που βρίσκονται εκτός των μεταλλευτικών ή λατομικών χώρων, εκτός από τις εξορυκτικές, δια γεωτρήσεων, βιομηχανίες, που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ. «περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες».
Υπαίθριο εμπορικό κατάστημα
Ορισμός 1: Κάθε υπαίθριος χώρος κτιρίων, που εμπίπτει στην παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας, καθώς και κάθε περιφραγμένο, μη στεγασμένο ή με υπόστεγο εμπορικό κατάστημα, όπως έκθεση και πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων, σκαφώνκαι οικοδομικών υλικών. Στα υπαίθρια καταστήματα δεν εντάσσονται το λιανικό εμπόριο σε κινητές εγκαταστάσεις (πάγκους), ή σε συγκεκριμένους χώρους αγοράς,όπως υπαίθριο στάσιμο και πλανόδιο εμπόριο, λαϊκές αγορές, λιανικό εμπόριο τροφίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ενδυμάτων, υποδημάτων και άλλων ειδών σε υπαίθριους πάγκους ή κιόσκια και αγορές, εκθέσεις βιβλίων, λουλουδιών ή άλλων δραστηριοτήτων.
Υπαίθριος σταθμός αυτοκινήτων
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται χώρος χρησιμοποιούμενος δια την στάθμευση, ολική ή μερική διημέρευση ή διανυκτέρευση πέντε (5) αυτοκινήτων και άνω.
Υπαιτιότητα
Ορισμός 1: Ο βαθμός ευθύνης για την τέλεση της παράβασης.
Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Ορισμός 1: Η πραγματική ή προβλεπόμενη παρουσία επικίνδυνων ουσιών στην εγκατάσταση ή επικίνδυνων ουσιών που τεκμαίρεται λογικά ότι προβλέπεται να προκύψουν σε περίπτωση απώλειας ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων αποθήκευσης, σε οποιαδήποτε μονάδα της εγκατάστασης, σε ποσότητες ίσες με ή μεγαλύτερες από τις οριακές ποσότητες που αναφέρονται στο μέρος 1 ή το μέρος 2 του παραρτήματος Ι.
Υπάρχουσα δραστική ουσία
Ορισμός 1: Ουσία που διετίθετο στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 ως δραστική ουσία βιοκτόνου για σκοπούς διαφορετικούς από την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή την έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών.
Υπεράκτιες βιομηχανικές δραστηριότητες
Υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων
Ορισμός 1: σημαίνει όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή, συμπεριλαμβανομένων του σχεδιασμού, του προγραμματισμού, της κατασκευής, της λειτουργίας και της απεγκατάστασής της, οι οποίες σχετίζονται με την έρευνα και την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της μεταφοράς υδρογονανθράκων από μία ακτή σε άλλη.
Υπεράκτιο Αιολικό Πάρκο (ΥΑΠ)
Υπεράκτιος» («offshore»)
Ορισμός 1: Σημαίνει ευρισκόμενος είτε στα ύδατα τα υπερκείμενα των υποθαλάσσιων περιοχών, είτε στις υποθαλάσσιες περιοχές, όπως αυτές καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2289/1995.
Υπεργολάβος
Ορισμός 1: Πρόσωπο που συμβάλλεται με εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του
Ορισμός 2: Πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο ή άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολοκλήρου του τεχνικού έργου ή τμήματος του
Ορισμός 3: Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση ενός μέρους ή του συνόλου των υποχρεώσεων προηγούμενης σύμβασης.
Υπεύθυνη δήλωση εγκαταστάτη (ΥΔΕ)
Υπεύθυνος εγκατάστασης
Ορισμός 1: Eίναι το άτομο που έχει την ικανότητα, κατάλληλη εκπαίδευση, γνώση και εμπειρία, να επιβλέπει ή να εκτελεί την εργασία που έχει αναλάβει με ασφαλή και σωστό τρόπο.
Ορισμός 2: O ιδιοκτήτης ή ο εκμεταλλευόμενος την εγκατάσταση ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του.
Υπεύθυνος εκμετάλλευσης
Ορισμός 1: Ο οικονομικός φορέας που εκμεταλλεύεται το σύνολο των διατάξεων ψυχαγωγίας και τις υποστηρικτικές εγκαταστάσεις σε συγκεκριμένο χώρο αναψυχής και ο οποίος έχει την ευθύνη της ασφαλούς λειτουργίας αυτών.
Υπεύθυνος λειτουργίας (controller/ride controller)
Ορισμός 1: Ο αρμόδιος για τον πλήρη έλεγχο μιας διάταξης ψυχαγωγίας. Μπορεί να είναι είτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει η διάταξη ψυχαγωγίας, είτε παραχωρησιούχος ή μισθωτής στον οποίο έχει δοθεί ο πλήρης έλεγχος της διάταξης από τον υπεύθυνο εκμετάλλευσης για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Υπεύθυνος συντήρησης
Ορισμός 1: Φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει την οριζόμενη από το νόμο άδεια για την ανάληψη της εκτέλεσης και συντήρησης έργων αυτής της κατηγορίας.
Υπεύθυνος της επιχείρησης ή εγκατάστασης
Ορισμός 1: Ο ιδιοκτήτης, εκμεταλλευτής, εργοδότης ή άλλος κατά νόμο υπεύθυνος της επιχείρησης ή εγκατάστασης.
Υπεύθυνος φόρτωσης
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται ως φορτωτής ή αποστολέας στα συνοδευτικά έγγραφα της μεταφοράς. Σε περίπτωση περισσοτέρων φορτωτών ή αποστολέων, ως υπεύθυνος φόρτωσης για την εφαρμογή της παρούσας νοείται ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής του οχήματος με το οποίο πραγματοποιείται η μεταφορά. Σε περίπτωση έλξης ρυμουλκουμένου άλλης επιχείρησης, ως υπεύθυνος φόρτωσης νοείται ο ιδιοκτήτης/μισθωτής του ρυμουλκουμένου.
Υπεύθυνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης
Ορισμός 1: O εκάστοτε επικεφαλής της ομάδας του φορέα (Οργανισμός Λιμένα, Λιμενικό Ταμείο, Ο.Τ.Α ή ιδιώτης) που εκτελεί τη φόρτωση ή εκφόρτωση επικίνδυνου είδους. Στις φορτώσεις και εκφορτώσεις επικινδύνων ειδών της κλάσης 1 προβλέπεται επιπλέον και η παρουσία του οριζόμενου στο Παράρτημα Α του Κανονισμού προσώπου (εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου) που στην περίπτωση αυτή και αυτός επιπλέον των παραπάνω είναι υπεύθυνος φόρτωσης ή εκφόρτωσης.
Υπόγεια
Ορισμός 1: Είναι τα καταστήματα που η κύρια ή/και βοηθητική δραστηριότητά τους, αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από τον κατώτερο όροφο εκκένωσης του κτιρίου.
Υπόγεια αποθήκευση
Ορισμός 1: Η μόνιμη εγκατάσταση αποθήκευσης αποβλήτων σε βαθιές γεωλογικές κοιλότητες, όπως σε αλατωρυχεία ή ορυχεία καλίου.
Υπόγεια εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση που η δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε αυτή βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από τον κατώτερο όροφο εκκένωσης του κτιρίου.
Υπόγειες εκσκαφές
Ορισμός 1: Οι στοές, οι σήραγγες, τα φρέατα, τα κεκλιμένα, τα υπόγεια μέτωπα, οι εξοφλήσεις κ.λπ.