Βλέπετε τις εγγραφές : 401 - 450, σε σύνολο 1420
Δυσμενής επίδραση
Ορισμός 1: Κάθε αλλαγή σε σχέση με το φυσιολογικό επίπεδο, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της έκθεσης και η οποία μειώνει την ικανότητα επιβίωσης, αναπαραγωγής ή προσαρμογής στο περιβάλλον ενός οργανισμού. Σε σχέση με την αναπτυξιακή τοξικολογία, λαμβανομένη στην ευρεία της έννοια, ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει κάθε επίδραση η οποία παρεμβαίνει στη φυσιολογική ανάπτυξη του κυήματος, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση.
Δυσπλασία ή μείζων ανωμαλία
Ορισμός 1: Ανατομική διαφορά που θεωρείται ως επιζήμια για το ζώο (μπορεί να είναι και θανατηφόρα) και είναι, συνήθως, σπάνια.
Δυστύχημα
Ορισμός 1: Συμβάν που επιφέρει σοβαρό τραυματισμό ή ακρωτηριασμό ή θάνατο ατόμου. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. α ́ του άρθρου 96).
Ορισμός 2: Σοβαρή βλάβη ή καταστροφή, που επιφέρει μακροχρόνια διακοπή της λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή χρήσης των έργων. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. β ́ του άρθρου 96).
Εβδομάδα
Ορισμός 1: Η περίοδος από τη Δευτέρα, ώρα 00.00, έως την Κυριακή, ώρα 24.00.
Ορισμός 2: Η χρονική περίοδος επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη την 24:00 της επόμενης Κυριακής.
Εβδομαδιαία στάθμη έκθεσης σε θόρυβο (LΧ,8h)
Ορισμός 1: Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή των ημερήσιων σταθμών έκθεσης σε θόρυβο για εβδομάδα πέντε οκτάωρων εργάσιμων ημερών όπως ορίζεται από το διεθνές πρότυπο ISO 1999:1990, σημείο 3.6 (υποσημείωση 2).
Εγγενής κίνδυνος ή Πηγή κινδύνου
Ορισμός 1: Η εγγενής ιδιότητα ενός χημικού παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη.
Ορισμός 2: Η δυνητική αιτία τραυματισμού ή βλάβης της υγείας.
Έγγραφα και πιστοποιητικά
Ορισμός 1: Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 100 του Κ.Ο.Κ. καθώς και τα απαιτούμενα από τις διατάξεις της παρούσας έγγραφα και πιστοποιητικά.
Έγγραφο διαδικασίας σύναψης της σύμβασης ή έγγραφο της σύμβασης
Ορισμός 1: Κάθε έγγραφο το οποίο παρέχει ή στο οποίο παραπέμπει η αναθέτουσα αρχή/αναθέτων φορέας, με σκοπό να περιγράψει ή να προσδιορίσει στοιχεία της σύμβασης ή της διαδικασίας ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της προκήρυξης σύμβασης των άρθρων 63 και 293, της προκαταρκτικής προκήρυξης του άρθρου 62, της περιοδικής ενδεικτικής προκήρυξης του άρθρου 291, αν χρησιμοποιείται ως μέσο προκήρυξης του διαγωνισμού, των τεχνικών προδιαγραφών, του περιγραφικού εγγράφου, των προτεινόμενων όρων της σύμβασης, των υποδειγμάτων για την προσκόμιση των εγγράφων από τους υποψηφίους και τους προσφέροντες, των πληροφοριών σχετικά με τις γενικές και ειδικές υποχρεώσεις και τυχόν πρόσθετων εγγράφων. Επίσης, στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται και η διακήρυξη ή η πρόσκληση σε διαπραγμάτευση στις οποίες αναφέρονται όλοι οι ειδικοί και γενικοί όροι σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης, το Ενιαίο Ευρωπαϊκό Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ), οι συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέχει η αναθέτουσα αρχή δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 67 και της παρ. 2 του άρθρου 297, το σχέδιο της σύμβασης μετά των Παραρτημάτων αυτής και η τεχνική συγγραφή υποχρεώσεων που περιλαμβάνει και τις εφαρμοστέες τεχνικές προδιαγραφές.
Εγγυημένη στάθμη ακουστικής ισχύος
Ορισμός 1: Η στάθμη ακουστικής ισχύος που καθορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος III, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι αβεβαιότητες λόγω διακύμανσης της παραγωγής και των διαδικασιών μέτρησης, και περί της οποίας ο κατασκευαστής, ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του, επιβεβαιώνουν ότι, σύμφωνα με τα εφαρμοζόμενα τεχνικά μέσα που αναφέρονται στον τεχνικό φάκελο, δεν σημειώνεται υπέρβασή της.
Έγκαιρη προειδοποίηση
Ορισμός 1: Η παροχή έγκαιρης ειδοποίησης και επαρκούς πληροφόρησης, μέσω των αρμόδιων φορέων, που δίνει τη δυνατότητα δρομολόγησης συγκεκριμένων δράσεων για την αποφυγή ή τη μείωση των επιπτώσεων του κινδύνου και την προετοιμασία για αποτελεσματική αντιμετώπιση.
Εγκαταστάσεις μονάδων ελέγχου
Ορισμός 1: Οι μονάδες ελέγχου ανοιχτού ή κλειστού βρόγχου, οι οποίες διατηρούν τη σκοπούμενη λειτουργία της εγκατάστασης του πρατηρίου CNG/CBG/BioCNG εντός των αποδεκτών ορίων και χρησιμοποιούνται για μετρήσεις, έλεγχο, λειτουργία, μετάδοση σημάτων, αποθήκευση δεδομένων κ.λ.π.
Εγκαταστάσεις προτεραιότητας
Ορισμός 1: Μεγάλες, μη οικιακές εγκαταστάσεις με πολλούς χρήστες δυνητικά εκτεθειμένους σε κινδύνους που συνδέονται με το νερό, ιδίως μεγάλες εγκαταστάσεις για δημόσια χρήση οι οποίες είναι:
- νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές, μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, σωφρονιστικά ιδρύματα ανεξαρτήτως μεγέθους,
- τουριστικές εγκαταστάσεις δυναμικότητας 250 κλινών και άνω,
- κατασκηνώσεις δυναμικότητας 250 ατόμων και άνω, δομές φιλοξενίας ομάδων πληθυσμού δυναμικότητας 250 ατόμων και άνω.
Εγκατάσταση
Ορισμός 1: Ο χώρος όπου στεγάζονται ή/και ασκούνται εργασίες - δραστηριότητες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα που φέρει έναν ή περισσότερους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) και η οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημόσιου συμφέροντος. Στην έννοια της εγκατάστασης για τους σκοπούς της παρούσας νοείται και το κινητό μέσο, στο οποίο ή μέσω του οποίου ασκείται η δραστηριότητα.
Ορισμός 2: Μια μόνιμη, σταθερή ή κινητή κατασκευή ή ένας συνδυασμός κατασκευών διασυνδεδεμένων μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές, που χρησιμοποιούνται σε υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων ή σχετίζονται με τέτοιες εργασίες. Οι εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεώτρησης (MODU), μόνον όταν τοποθετηθούν σε υπεράκτια ύδατα για ανόρυξη γεώτρησης, παραγωγή, ή άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων.
Ορισμός 3: Σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι (Σταθερές Εγκαταστάσεις) του άρθρου 48 και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζόμενες με αυτές οι οποίες συνδέονται, τεχνικώς με τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση.
Ορισμός 4: Ο συνδυασμός μηχανημάτων ή και δικτύων που λειτουργούν μόνιμα τοποθετημένα, καθώς και η δομική κατασκευή που χρησιμοποιείται για τη στέγαση ή τοποθέτηση μηχανημάτων ή δικτύων ή οργάνων ή εργαλείων ή βοηθητικού εξοπλισμού ή υλικών κ.λπ. και που, σε κάθε περίπτωση, για την κατασκευή και λειτουργία της απαιτείται, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ειδική άδεια.
Εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας
Ορισμός 1: Ο συνολικός χώρος που τελεί υπό τον έλεγχο του φορέα εκμετάλλευσης όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε μία ή περισσότερες μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των κοινών ή συναφών υποδομών ή δραστηριοτήτων· οι εγκαταστάσεις κατατάσσονται σε κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας·
O όρος «εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας» διαφοροποιείται από την έννοια του όρου «εγκατάσταση−ίδρυση (installation)» όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 17 (Δεύτερο Μέρος) του Ν.3982/2011 (Α΄143).
Εγκατάσταση (Ίδρυση) Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής
Ορισμός 1: Είναι η προετοιμασία, η διαμόρφωση και η τοποθέτηση κάθε αναγκαίας υποδομής, για την άσκηση κύριων ή και δευτερευουσών − συμπληρωματικών δραστηριοτήτων Εφοδιαστικής είτε σε υφιστάμενες κτιριακές εγκαταστάσεις είτε σε κτιριακές εγκαταστάσεις που θα κατασκευαστούν.
Εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας
Ορισμός 1: Εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
Εγκατάσταση αποβλήτων
Ορισμός 1: Κάθε τόπος που επιλέγεται για τη συσσώρευση ή την εναπόθεση εξορυκτικών αποβλήτων, όπως ορίζεται στην παρ.16 του άρθρου 3 της με αριθ. 39624/2209/Ε103/25−9−2009 (ΦΕΚ 2076/Β/25−9−2009) κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει.
Εγκατάσταση διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων
Ορισμός 1: Κάθε εγκατάσταση συμπεριλαμβανομένης της τοποθεσίας, των κτιρίων και του εξοπλισμού, η οποία προορίζεται για την κατεργασία, την αποθήκευση ή τη διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων.
Εγκατάσταση κατηγορίας Α
Ορισμός 1: Χώροι που συνήθως παραλαμβάνουν τις προμήθειες τους κατευθείαν από ένα διυλιστήριο, με πλοίο, σωληνώσεις ή σιδηρόδρομο και εκτός από παραδόσεις που κάνουν κατευθείαν στην κατανάλωση της άμεσα γειτνιάζουσας περιοχής, μπορούν να διαμετακομίσουν χύμα και συσκευασμένα προϊόντα με παράκτιο πλοίο, φορτηγίδα ποταμού, σιδηροδρομικά ή οδικά οχήματα, σε εγκαταστάσεις κατηγορίας Β’.
Σημείωση: Αυτή η ονομασία και η ονομασία της Εγκατάστασης Κατηγορίας Β βασίζονται πάνω στη συνήθεια και τη χρήση, με την πρόθεση να υπάρχει κάποιο όριο δυναμικότητας για τον όγκο αποθήκευσης που δίνεται υπό την ονομασία της Εγκατάστασης κατηγορίας Ε’.
Εγκατάσταση κατηγορίας Β
Ορισμός 1: Η εγκατάσταση αυτή συνήθως παραλαμβάνει τις προμήθειες της από διυλιστήριο ή άλλη εγκατάσταση, οδικά, σιδηροδρομικά, θαλάσσια ή από σωληνώσεις, ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων και παραδίδει προϊόντα κατευθείαν στην κατανάλωση στις γύρω περιοχές με την Εγκατάσταση.
Οι υποδείξεις του κανονισμού που ισχύουν για τις Εγκαταστάσεις κατηγορίας Β’ γενικά αφορούν κυρίως τους αποθηκευτικούς χώρους, για πετρελαιοειδή κατηγορίας Ι και εφόσον η δυναμικότητα εναποθήκευσης σε χύμα όλων των κατηγοριών πετρελαιοειδών δεν υπερβαίνει τα 7.000 κυβ. μέτρα
Εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας
Ορισμός 1: Εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 2 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 2, αλλά μικρότερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
Εγκεκριμένες Χημικές Διασκορπιστικές Ουσίες (Χ.Δ.Ο.)
Ορισμός 1: Οι υγρές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη διάσπαση πετρελαιοκηλίδων μειώνοντας την επιφανειακή τάση του συστήματος πετρελαίου νερού και οι οποίες διαθέτουν έγκριση τύπου σύμφωνα με την Αρ.: 5219/Φ.11/4/23.3.2000 (Β’ 455) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Υγείας Πρόνοιας και Εμπορικής Ναυτιλίας.
Έγκριση
Ορισμός 1: Ως έγκριση ορίζεται κάθε πράξη της αρμόδιας αρχής ή διοικητική διαδικασία που αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη λειτουργίας μιας οικονομικής δραστηριότητας σε ορισμένο χώρο ή εγκατάσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και εκ των προτέρων έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές. Δεν αποτελεί έγκριση, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, η πράξη, άδεια, προϋπόθεση ή διαδικασία που απαιτείται για την πρόσβαση και την άσκηση επαγγέλματος από φυσικό πρόσωπο.
Έγκριση εκτέλεσης εργασιών
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών της παρ. 4 του άρθρου 29, ύστερα από υποβολή τεχνικής έκθεσης και δήλωσης ανάληψης επίβλεψης από αρμόδιο μηχανικό.
Ορισμός 2: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών της παραγράφου 3 του άρθρου 29, ύστερα από υποβολή τεχνικής έκθεσης και δήλωσης ανάληψης επίβλεψης από αρμόδιο μηχανικό. ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ
Έγκριση ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ένα Κράτος μέλος διαπιστώνει, μετά από δοκιμές και βεβαιώνει ότι ένας τύπος ανυψωτικού μηχανήματος ή μηχανήματος, διακινήσεως φορτίων ή/ και στοιχείου κατασκευής ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της παρούσας και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις.
Έγκριση εργασιών αποπεράτωσης αυθαίρετης κατασκευής
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση των εργασιών της παραγράφου 5 του άρθρου 107 (Ενέργειες αρμόδιων υπηρεσιών).
Έγκριση εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 29.
Ορισμός 2: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 29, με προϋπολογισμό έργου έως είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000,00) ευρώ. ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ
Έγκριση τύπου
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία η αρμόδια Αρχή πιστοποιεί ότι ένας τύπος μηχανήματος έργων, οχήματος ειδικής κατηγορίας, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις. Η έγκριση τύπου δεν είναι προσωποπαγής.
Έγκυος εργαζόμενη
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της εφ' όσον τούτο απαιτείται για τη λήψη θετικού μέτρου υπέρ της εγκύου.
Εθελοντής Πολιτικής Προστασίας
Ορισμός 1: Το φυσικό πρόσωπο - μέλος εθελοντικής οργάνωσης πολιτικής προστασίας, το οποίο εντάσσεται στο δυναμικό της Πολιτικής Προστασίας και παρέχει, σε συνεργασία με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και λοιπούς επιχειρησιακούς φορείς, άμισθη και μη κερδοσκοπική υπηρεσία προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Εθελοντική Οργάνωση Πολιτικής Προστασίας
Ορισμός 1: Νομικά πρόσωπα ή ενώσεις ή ομάδες φυσικών προσώπων, οι οποίες εντάσσονται στο δυναμικό της Πολιτικής Προστασίας και σε συνεργασία με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και λοιπούς επιχειρησιακούς φορείς δραστηριοποιούνται στην παροχή μη κερδοσκοπικών υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Εθελοντική συμφωνία
Ορισμός 1: Η επίσημη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των αρμόδιων δημόσιων αρχών και των ενδιαφερομένων τομέων δραστηριότητας, η οποία είναι ανοικτή σε όλα τα μέρη που επιθυμούν να συμμορφωθούν με τους όρους της συμφωνίας, προκειμένου να συμβάλουν στην εκπλήρωση των στόχων του παρόντος νόμου.
Εθνική έγκριση τύπου
Ορισμός 1: Η διαδικασία έγκρισης τύπου που ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία και η οποία ισχύει μόνο στο έδαφος της Ελλάδας. Η εθνική έγκριση τύπου δεν είναι προσωποπαγής.
Εθνική κουλτούρα πρόληψης για την ασφάλεια και την υγεία
Ορισμός 1: Δηλώνει την κουλτούρα του σεβασμού σε όλα τα επίπεδα του δικαιώματος σ’ ένα ασφαλές και υγιές εργασιακό περιβάλλον, της δραστηριοποίησης της Κυβέρνησης, των εργοδοτών και των εργαζομένων για την εξασφάλιση ενός ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος - μέσω ενός συστήματος καθορισμένων δικαιωμάτων, ευθυνών και υποχρεώσεων - και της πρόταξης της αρχής της πρόληψης ως πρώτης προτεραιότητας.
Εθνική πολιτική
Ορισμός 1: Αναφέρεται στην εθνκή πολιτική για την ασφάλεια και την υγεία στον χώρο εργασίας, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 4 της Σύμβασης (αρ. 155) για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, 1981.
Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών
Ορισμός 1: Σχέδιο ενεργειών που καθορίζει σε εθνικό επίπεδο τους τελικούς και ενδιάμεσους στόχους για τη μείωση της διακινδύνευσης από καταστροφές, καθώς και τους αντίστοιχους δείκτες αξιολόγησης και τα χρονοδιαγράμματα. Περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες, διαδικασίες και τα προγράμματα που αφορούν όλες τις φάσεις του κύκλου καταστροφών και ειδικότερα την πρόληψη, ετοιμότητα, αντιμετώπιση, αποκατάσταση, καθώς και την ανατροφοδότηση του σχεδιασμού σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για τη μείωση του κινδύνου και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας.
Εθνική τεχνική βιομηχανική νομοθεσία
Ορισμός 1: Αμιγώς εθνικό νομοθετικό/κανονιστικό πλαίσιο για βιομηχανικά προϊόντα ή για υπηρεσίες σχετικές με αυτά, σε τομείς που δεν καλύπτονται από ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.
Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων
Εθνικό πρόγραμμα ασφάλειας και υγείας στην εργασία ή εθνικό πρόγραμμα
Ορισμός 1: Κάθε εθνικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει σκοπούς προς επίτευξη σύμφωνα με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, προτεραιότητες και μέσα δράσης που θεσπίζονται με σκοπό να βελτιωθούν η ασφάλεια και η υγεία στην εργασία καθώς και τα μέσα αξιολόγησης της προόδου.
Εθνικό πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο που έχει εκδοθεί από εθνικό φορέα τυποποίησης.
Εθνικό σύστημα ασφάλειας και υγείας στην εργασία ή εθνικό σύστημα
Ορισμός 1: Δηλώνει την υποδομή που αποτελεί το βασικό πλαίσιο για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής και των εθνικών προγραμμάτων ασφάλειας και υγείας στην εργασία.
Εθνικός οργανισμός διαπίστευσης
Ορισμός 1: Ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
Ορισμός 2: (κατά την έννοια που αποδίδεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008) Ο μόνος οργανισμός κράτους μέλους που εκτελεί τη διαπίστευση επί τη βάσει εξουσίας που του παρέχει το κράτος αυτό. Εάν εθνικός οργανισμός διαπίστευσης μπορεί να αποδεικνύει ως αποτέλεσμα διαδικασίας αξιολόγησης από ομότιμους, ότι πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου (ΕΝ ISO/IEC 17011 σήμερα), τεκμαίρεται ότι πληροί τις απαιτήσεις για τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης που θέτει ο Κανονισμός 765/2008/ΕΚ.
Ορισμός 3: Οργανισμός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκτελεί τη διαπίστευση επί τη βάσει εξουσίας που του παρέχει το κράτος αυτό τον οποίο έχει ορίσει και ως μοναδικό στην άσκηση της εξουσίας. Στην Ελλάδα λειτουργεί το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης Ν.Π.Ι.Δ. (ΕΣΥΔ Ν.Π.Ι.Δ.) με βάση το ν. 4468/2017, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Εθνικός στόχος μείωσης της έκθεσης
Ορισμός 1: Ποσοστιαία μείωση της μέσης έκθεσης του πληθυσμού που καθορίζεται για το έτος αναφοράς με στόχο να μειωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου, η οποία πρέπει να επιτευχθεί, ει δυνατόν, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Εθνικός φορέας τυποποίησης
Ορισμός 1: Φορέας τον οποίο έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ειδικά εξαρτήματα
Ορισμός 1: α) ο περιέκτης (φιάλη CNG ή δεξαμενή LNG καυσίμου),
β) ο εξοπλισμός που προσαρτάται στον περιέκτη,
γ) ο ρυθμιστής πίεσης,
δ) η αυτόματη βαλβίδα,
ε) η χειροκίνητη βαλβίδα,
στ) η διάταξη παροχής αερίου,
ζ) ο ρυθμιστής ροής αερίου,
η) η εύκαμπτη γραμμή καυσίμου,
θ) η άκαμπτη γραμμή καυσίμου,
ι) η μονάδα ή υποδοχή πλήρωσης,
ια) η βαλβίδα ελέγχου ή βαλβίδα αντεπιστροφής,
ιβ) η βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης (ανακουφιστική βαλβίδα), πρωτεύουσα και δευτερεύουσα
ιγ) η διάταξη εκτόνωσης της πίεσης (ενεργοποιούμενη από τη θερμοκρασία),
ιδ) το φίλτρο,
ιε) ο αισθητήρας/δείκτης πίεσης ή θερμοκρασίας,
ιστ) η βαλβίδα υπερχείλισης,
ιζ) η βαλβίδα υπηρεσίας,
ιη) η ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου (Electronic Control Unit ECU),
ιθ) το αεριοστεγές περίβλημα,
κ) οι σύνδεσμοι,
κα) ο ελαστικός σωλήνας εξαερισμού,
κβ) η διάταξη εκτόνωσης της πίεσης (PRD) (ενεργοποιούμενη από την πίεση),
κγ) ο συλλέκτης καυσίμου,
κδ) ο εναλλάκτης θερμότητας — εξατμιστήρας (για LNG),
κε) ο ανιχνευτής φυσικού αερίου,
κστ) η αντλία καυσίμου (για LNG).
Πολλά από τα ανωτέρω εξαρτήματα μπορεί να συνδυάζονται ή να συναρμολογούνται ως «εξάρτημα πολλαπλής λειτουργίας»
Ειδικά ρεύματα αποβλήτων
Ορισμός 1: Ραδιενεργά, συσκευασίες με αέρια υπό πίεση, ρεύματα αποβλήτων εναλλακτικής διαχείρισης (μπαταρίες, απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ), απόβλητα έλαια, απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων).
Ειδικές επιχειρήσεις
Ορισμός 1: Οι επιχειρήσεις, οι οποίες εκτελούν επί μέρους εργασίες ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων.
Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Ανήκουν σι ομάδες εκείνες του πληθυσμού οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας, από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αίτια. Σε αυτές ανήκουν ενδεικτικά οι άνεργοι νέοι, οι άνεργες γυναίκες, οι άνεργοι άνω των πενήντα ετών, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών και τα μέλη πολύτεκνων οικογενειών, γυναίκες θύματα κακοποίησης, οι αναλφάβητοι, οι κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών, τα άτομα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.
Ειδικευμένοι εμπειρογνώμονες
Ορισμός 1: Πρόσωπα που διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και εκπαίδευση για να διενεργούν φυσικές, τεχνικές, ή ραδιοχημικές δοκιμές για τον υπολογισμό των δόσεων και να παρέχουν συμβουλές για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των ατόμων και της ορθής λειτουργίας του εξοπλισμού προστασίας, και των οποίων η ικανότητα να ενεργούν ως ειδικευμένοι εμπειρογνώμονες αναγνωρίζεται από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ). Σε έναν ειδικευμένο εμπειρογνώμονα μπορεί να ανατίθενται τα καθήκοντα υπευθύνου ακτινοπροστασίας των εργαζομένων και του κοινού.
Ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ)
Ορισμός 1: Η ομάδα που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 54§2, προκειμένου να διαπραγματευθεί με την κεντρική διοίκηση τη σύσταση ΕΣΕ ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 49§1.