Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 1001 - 1050, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Battery powered truck
Μετάφραση: Ηλεκτροκίνητο φορτηγό όχημα

Όρος: Battery –vehicle
Μετάφραση: Ηλεκτροκίνητο όχημα με συσσωρευτή, Όχημα μεταφοράς συστοιχίας δοχείων

Όρος: Battery-wagon
Μετάφραση: Φορτάμαξα συστοιχίας δεξαμενών

Όρος: Bauxite
Μετάφραση: Βωξίτης

Όρος: Beaker
Μετάφραση: Ποτήρι ζέσης

Όρος: Beaker squat form
Μετάφραση: Ποτήρια ζέσεως χαμηλά

Όρος: Becquerel
Μετάφραση: Μπεκερέλ (Bq)

Όρος: Beech
Μετάφραση: Οξυά

Όρος: Beehive shelf
Μετάφραση: Κυψελίδα ραφάκι

Όρος: Beet redness
Μετάφραση: Ερυθρότητα τεύτλων

Όρος: Behavioural toxicology
Μετάφραση: Τοξικολογία της συμπεριφοράς

Όρος: Behenic Acid
Μετάφραση: Βεχενικό οξύ, Εικοσιδιανοϊκό οξύ

Συντομογραφία: BMD10
Όρος: Benchmark dose associated with a 10% response
Μετάφραση: Δόση αναφοράς που σχετίζεται με αντίδραση 10%

Συντομογραφία: BMDL
Όρος: Benchmark dose level
Μετάφραση:

Συντομογραφία: BMD
Όρος: Benchmark dose
Μετάφραση: Δόση αναφοράς

Όρος: Benchmark substance
Μετάφραση: Ουσία συγκριτικής αξιολόγησης

Όρος: Benchmarking
Μετάφραση: Συγκριτική αξιολόγηση

Όρος: Bending
Μετάφραση: Κάμψη

Όρος: Bending load
Μετάφραση: Αντοχή σε κάμψη

Όρος: Bending load at break
Μετάφραση: Φορτίο κάμψης σε θραύση

Όρος: Bending press
Μετάφραση: Μηχανήματα κάμψης

Όρος: Bending strength
Μετάφραση: Καμπτική αντοχή

Όρος: Bending tensile strength
Μετάφραση: Αντοχή σε εφελκυσμό με κάμψη

Όρος: Benefit
Μετάφραση: Παροχή, Όφελος

Όρος: Benomyl, methyl 1-(butylcarbamoyl)benzimidazol-2-ylcarbamate
Μετάφραση: Βενομύλιο

Όρος: Bentonite
Μετάφραση: Μπεντονίτης

Όρος: Benzal chloride
Μετάφραση: Βενζαλοχλωρίδιο

Όρος: Benzal halide
Μετάφραση: Βενζαλαλογονίδιο

Όρος: Benzalacetone or 4-phenyl-3-buten-2-one
Μετάφραση: Βενζαλακετόνη ή 4-φαινυλο-3-βουτεν-2-όνη

Όρος: benzalacetophenone 2-
Μετάφραση: Καλκόνη ή 2-βενζαλακετοφαινόνη ή 1,3-διφαινυλο-1-προπεν-3-όνη

Όρος: benzalacetophenone 2- see chalcone
Μετάφραση:

Όρος: Benzaldehyde or benzenecarbaldehyde or benzoic aldehyde or phenylmethanal
Μετάφραση: Βενζαλδεΰδη ή βενζοκαρβαλδεΰδη ή βενζοϊκή αλδεΰδη ή φαινυλομεθανάλη

Όρος: Benzamide
Μετάφραση: Βενζαμίδιο

Όρος: Benzanilide
Μετάφραση: Βενζανιλίδιο

Όρος: Benzene
Μετάφραση: Βενζόλιο

Συντομογραφία: BTEX
Όρος: benzene, toluene, ethylbenzene and xylenes
Μετάφραση: βενζόλιο, τολουόλιο, αιθυλοβενζόλιο, ξυλένια

Όρος: benzene-1,3-dicarbonitrile,
Μετάφραση:

Όρος: Benzenecarbaldehyde see benzaldehyde
Μετάφραση:

Όρος: Benzenecarbonyl chloride see benzoyl chloride
Μετάφραση:

Όρος: Benzenecarboxylic acid see benzoic acid
Μετάφραση:

Όρος: Benzenedicarbonate see terephthalic acid
Μετάφραση:

Όρος: Benzenedimethanaminebe
Μετάφραση: Βενζολοδιμεθαναμίνη

Όρος: benzenediol 1,3- see resorcinol
Μετάφραση:

Όρος: Benzeneformic acid see benzoic acid
Μετάφραση:

Όρος: Benzenemethanoic acid see benzoic acid
Μετάφραση:

Όρος: Benzenesulfonic acid
Μετάφραση: Βενζοσουλφονικό οξύ Βενζολοσουλφονικό οξύ

Όρος: benzenethiol, 5-(1,1-dimethylethyl)-2-methyl
Μετάφραση: 5-(1,1-διμεθυλαιθυλο)-2- μεθυλο-βενζολοθειόλη

Όρος: Benzenyl fluoride see benzotrifluoride
Μετάφραση:

Όρος: Benzidine or p-diaminodiphenyl, 1,1'-biphenyl-4,4'-diamine, 4,4'-diaminobiphenyl, biphenyl-4,4'-ylenediamine
Μετάφραση: Βενζιδίνη ή p-διαμινοδιφαινύλιο

Όρος: Benzimidazole
Μετάφραση: Βενζιμιδαζόλη

Ακολουθήστε μας