Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 9217 - 9239 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ώθηση
Αγγλικός όρος:
Impulse, pushing

Μετάφραση: Impulse, pushing
Ελληνικός όρος:
Ωλεκρανική θυλακίτιδα
Αγγλικός όρος:
Olecranon bursitis

Μετάφραση: Olecranon bursitis
Ελληνικός όρος:
Ώμος
Αγγλικός όρος:
Shoulder

Μετάφραση: Shoulder
Ελληνικός όρος:
Ωτίτιδα
Αγγλικός όρος:
Otitis

Μετάφραση: Otitis
Ελληνικός όρος:
Ωτοασπίδα
Αγγλικός όρος:
Ear muff, acoustic helmet

Μετάφραση: Ear muff, acoustic helmet
Ελληνικός όρος:
Ωτοβύσματα
Αγγλικός όρος:
Ear plugs

Μετάφραση: Ear plugs
Ελληνικός όρος:
Ωτοτοξικό
Αγγλικός όρος:
Ototoxic

Μετάφραση: Ototoxic
Ελληνικός όρος:
Ωφέλιμο φορτίο
Αγγλικός όρος:
Dead weight tons, DWT

Μετάφραση: Dead weight tons, DWT
Ελληνικός όρος:
Συμπιεσμένο φυσικό αέριο
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Compressed natural gas (CNG)

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Συμπιεσμένο βιομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Compressed biomethane gas (CBG)

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Μείγμα φυσικού αερίου/βιομεθανίου
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Compressed natural gas/biomethane gas (BioCNG)

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Ενιαία μονάδα
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Compact unit

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Πεπιεσμένο φυσικό αέριο (ΠΦΑ)
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Compressed natural gas (CNG)

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Φορείς του κανονισμού REACH
Αγγλικός όρος:
REACH actors

Μετάφραση: REACH actors
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικός τελικός χρήστης
Αγγλικός όρος:
Industrial end user

Μετάφραση: Industrial end user
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματίας τελικός χρήστης
Αγγλικός όρος:
Professional end user

Μετάφραση: Professional end user
Ελληνικός όρος:
Καθυστερημένη προκαταχώριση
Αγγλικός όρος:
Late pre-registration
Ελληνικός όρος:
Υπόμνημα
Αγγλικός όρος:
Legend

Μετάφραση: Legend
Ελληνικός όρος:
Τόνοι ετησίως (τ/ε)
Αγγλικός όρος:
Tonnes per year (t/a)

Μετάφραση: Tonnes per year (t/a)
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος υποψήφιων ουσιών για αδειοδότηση
Αγγλικός όρος:
Candidate List for Authorisation

Μετάφραση: Candidate List for Authorisation
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος αδειοδότησης
Αγγλικός όρος:
Authorisation List

Μετάφραση: Authorisation List
Ελληνικός όρος:
Αίτηση αδειοδότησης
Αγγλικός όρος:
Application for authorisation

Μετάφραση: Application for authorisation
Ελληνικός όρος:
Κύριες επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Main hazardous substances

Μετάφραση: Main hazardous substances

Ακολουθήστε μας