Βλέπετε τις εγγραφές : 151 - 200, σε σύνολο 1175
Απαλλαγή από περιβαλλοντική αδειοδότηση
Ορισμός 1: Η χορήγηση βεβαίωσης απαλλαγής από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος τεκμαίρεται αυτοδικαίως η απαλλαγή από την υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με την προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο του αριθμού πρωτοκόλλου του σχετικού αιτήματος.
Απανθρακοποίηση
Ορισμός 1: Η σταδιακή εξάλειψη της χρήσης ορυκτών καυσίμων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Απασχόληση
Ορισμός 1: Η άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας ρυθμιζόμενη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή σύμφωνα με καθιερωμένες πρακτικές για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία εργοδότη.
Απασχόληση υψηλής ειδίκευσης
Ορισμός 1: i) προστατεύεται με βάση την ελληνική εργατική νομοθεσία ως μισθωτός, που παρέχει γνήσια και αποτελεσματική εργασία για λογαριασμό ή υπό την καθοδήγηση άλλου, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που έχει λάβει η σχέση αυτή,
ii) αμείβεται και
iii) έχει την απαιτούμενη επαρκή και ειδική γνώση, που αποδεικνύεται από υψηλά επαγγελματικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο.
Απόβλητα
Ορισμός 1: Τα στερεά χύδην φορτία που περιέχουν ή είναι μολυσμένα με ένα ή περισσότερα συστατικά που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και ισχύουν για τα φορτία των τάξεων 4.1, 4.2, 4.3, 5.1, 6.1, 8 ή 9 για τα οποία δεν προβλέπεται άμεση χρήση αλλά μεταφέρονται για εκφόρτωση, αποτέφρωση ή άλλες μεθόδους διάθεσης.
Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή «ΑΗΗΕ»
Ορισμός 1: Ο ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που θεωρείται απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχεία (α) της Υ.Α. Η.Π. 50910/2727/2003 (ΦΕΚ 1909/Β`/22.12.2003) σε συνδυασμό με την §4 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179/Α`/6.8.2001) συμπεριλαμβανομένων όλων των κατασκευαστικών στοιχείων, των συναρμολογημένων μερών και των αναλωσίμων, που συνιστούν τμήμα του προϊόντος κατά τον χρόνο απόρριψής του.
Απόβλητα υγειονομικών μονάδων (ΑΥΜ)
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που παράγονται από Υγειονομικές Μονάδες και αναφέρονται στον κατάλογο αποβλήτων του Παραρτήματος της Απόφασης 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2000, όπως εκάστοτε ισχύει. Τα ΑΥΜ περιλαμβάνουν τις παρακάτω κατηγορίες:
i) Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ) που προσομοιάζουν με τα οικιακά απόβλητα
ii) Επικίνδυνα Απόβλητα Υγειονομικών Μονάδων (ΕΑΥΜ): α. Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά (ΕΑΑΜ), β. Μικτά Επικίνδυνα Απόβλητα (ΜΕΑ), γ. Άλλα Επικίνδυνα Απόβλητα (ΑΕΑ)
iii) Ειδικά Ρεύματα Αποβλήτων
Αποδοχές πολίτη τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα
Ορισμός 1: Το ημερομίσθιο ή ο μισθός ή οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα, σε μετρητά ή σε είδος, που λαμβάνει ο εργαζόμενος άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση με την απασχόλησή του, από τον εργοδότη του, που ισοδυναμεί με τις απολαβές εργαζομένων παρόμοιου επιπέδου οι οποίοι εργάζονται με σχέση νόμιμης απασχόλησης.
Αποδοχή
Ορισμός 1: Όσον αφορά την έκθεση μεγάλων κινδύνων, σημαίνει τη γραπτή ενημέρωση εκ μέρους της Αρμόδιας Αρχής προς το διαχειριστή ή τον ιδιοκτήτη Μ.Π.Εγκ. ότι η έκθεση, εάν εφαρμοστούν όσα προβλέπει, ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου. Η αποδοχή δεν συνεπάγεται, τη, με οποιονδήποτε τρόπο, μεταβίβαση στην Αρμόδια Αρχή ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων.
Αποθήκευση
Ορισμός 1: Η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την αποθήκευση (warehousing), την παράδοση (depositing) για ασφαλή φύλαξη ή την φύλαξή τους ως απόθεμα (keeping in stock).
Ορισμός 2: Η διατήρηση αναλωθέντων καυσίμων ή ραδιενεργών αποβλήτων σε εγκατάσταση με πρόθεση επανάκτησης.
Ορισμός 3: Πλήθος κατάλληλων δοχείων που είναι σχεδιασμένα για την αποθήκευση και στην σταδιακή αποδέσμευση του πεπιεσμένου φυσικού αερίου, για την πλήρωση των οχημάτων.
Αποθήκευση
Ορισμός 1: Η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την αποθήκευση (warehousing), την παράδοση (depositing) για ασφαλή φύλαξη ή την φύλαξή τους ως απόθεμα (keeping in stock)·
Αποκλειστικά δίκτυα
Ορισμός 1: Τα Δίκτυα Μέσης ή Υψηλής Τάσης, τα οποία κατασκευάζονται για τη σύνδεση των σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης με το Δίκτυο ή το Σύστημα είτε από τους ίδιους τους παραγωγούς σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης είτε από τον αρμόδιο Διαχειριστή και στα οποία δεν συνδέονται καταναλωτές.
Αποκλειστική χρήση (Exclusive use)
Ορισμός 1: Η μοναδική χρήση από έναν αποστολέα ενός μεταφορικού μέσου ή μεγάλου εμπορευματοκιβωτίου με το οποίο η αρχική, ενδιάμεση και τελική φόρτωση και εκφόρτωση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα ή παραλήπτη.
Απολύμανση
Ορισμός 1: Όλες οι εργασίες οι οποίες επιτρέπουν σε συσκευές, αντικείμενα, υλικά ή υγρά που έχουν μολυνθεί από PCB να χρησιμοποιηθούν εκ νέου, να ανακυκλωθούν ή να διατεθούν υπό συνθήκες ασφαλείας, και οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν την αντικατάσταση, ήτοι τις εργασίες δια των οποίων τα PCB αντικαθίστανται από κατάλληλα υγρά που δεν περιέχουν PCB.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η αδρανοποίηση ή καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών αλλά όχι των ανθεκτικών τους μορφών (π.χ. σπόροι) με χημικές ουσίες (π.χ. αλκοόλη) ή φυσικές μεθόδους (π.χ. θερμοκρασία) σε αντικείμενα, εργαλεία και επιφάνειες.
Απόμιξη
Ορισμός 1: Είναι ο διαχωρισμός των χονδρόκοκκων από τα λεπτόκκοκα συστατικά του νωπού σκυροδέματος.
Απομονωμένος οικισμός
Ορισμός 1: Ο οικισμός:
- με 500 το πολύ κατοίκους ανά δημοτική κοινότητα ή οικισμό και με πέντε το πολύ κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και
- στον οποίον η απόσταση από την πλησιέστερη αστική περιοχή με 250 τουλάχιστον κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο είναι το λιγότερο 50 χιλιόμετρα, ή ο οποίος έχει δύσκολη πρόσβαση οδικώς προς τέτοιες πλησιέστερες αστικές περιοχές, λόγω δυσμενών μετεωρολογικών συνθηκών για εκτεταμένη περίοδο του έτους.
Απορροφήσεις
Ορισμός 1: Οι απορροφήσεις από την ατμόσφαιρα ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου από καταβόθρες.
Αποσπασμένος εργαζόμενος
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενος κατά τον ορισμό της παρ. 1 (δηλ. κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος π.δ.) του παρόντος άρθρου, ο οποίος εργάζεται συνήθως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο έδαφος κράτους που έχει υπογράψει τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον οποίο η επιχείρηση αποσπά στο έδαφος της Ελλάδας, σύμφωνα με τις περ. β) και γ) της παρ. 4 του άρθρου 1 του παρόντος, για να εκτελέσει την εργασία του για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Αποστάσεις ασφαλείας ανεμογεννητριών (Α/Γ)
Ορισμός 1: Οι επιτρεπόμενες αποστάσεις ανεμογεννητριών από γειτονικές ανεμογεννήτριες του ίδιου σταθμού ή από ανεμογεννήτριες γειτονικών σταθμών ή από τα όρια του γηπέδου εγκατάστασης, όπως εξειδικεύονται στο άρθρο 21.
Απόσταση ασφαλείας
Ορισμός 1: Η ελάχιστη απόσταση που απαιτείται, μεταξύ των επικίνδυνων στοιχείων του Σταθμού, για την αποφυγή ατυχημάτων.
Αποστείρωση
Ορισμός 1: Κάθε μέθοδος επεξεργασίας αποβλήτων από υγειονομικές μονάδες που πετυχαίνει μείωση του μικροβιακού φορτίου των αποβλήτων σε επίπεδα παρόμοια με αυτά των οικιακών αποβλήτων.
Απόσυρση
Ορισμός 1: Κάθε μέτρο που αποσκοπεί να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά ενός προϊόντος της αλυσίδας εφοδιασμού.
Αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας
Ορισμός 1: Σημαίνει τη δυνατότητα των συστημάτων αντιμετώπισης διαρροής να λειτουργήσουν επιχειρησιακά σε περίπτωση εμφάνισης πετρελαιοκηλίδας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση της συχνότητας εμφάνισης, της διάρκειας και του χρόνου εμφάνισης των περιβαλλοντικών συνθηκών που θα καθιστούσαν αδύνατη την επιχειρησιακή λειτουργία των συστημάτων αυτών. Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό του χρόνου κατά τον οποίο δεν υφίστανται τέτοιες συνθήκες και πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των περιορισμών που τίθενται στη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων ως αποτέλεσμα αυτής της εκτίμησης.
Αποτέφρωση
Ορισμός 1: Η θερμική επεξεργασία αποβλήτων, με ή χωρίς ανάκτηση της θερμότητας που εκλύεται κατά την καύση, συμπεριλαμβανομένης της αποτέφρωσης αποβλήτων με οξείδωση, καθώς και άλλων τεχνικών θερμικών επεξεργασιών όπως της πυρόλυσης της αεριοποίησης ή της τεχνικής πλάσματος, εφόσον οι ουσίες που προέρχονται από την επεξεργασία αυτή, στη συνέχεια, αποτεφρώνονται.
Αποτύπωμα
Ορισμός 1: Η αποτύπωση με οποιοδήποτε τεχνικό τρόπο στοιχείων χαραγμένων επί του πλαισίου ή του κινητήρα (στάμπο, φωτογραφία κ.λπ).
Απόφαση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης
Ορισμός 1: Η Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων για έργα της κατηγορίας Α΄, η υπαγωγή σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις για έργα της κατηγορίας Β΄, καθώς και η απαλλαγή της περ. 6 από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης για τα έργα που απαλλάσσονται από αυτή βάσει του ν. 4014/2011 .
Απροστάτευτη όδευση διαφυγής
Ορισμός 1: Το πρώτο τμήμα μιας όδευσης διαφυγής, που περιβάλλεται από δομικά στοιχεία χωρίς ειδικές απαιτήσεις πυραντίστασης και καταλήγει σε έξοδο κινδύνου.
Αριθμός εργαζομένων που θίγονται
Ορισμός 1: Ο αριθμός των εργαζομένων που αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας (έδρα, υποκατάστημα, παράρτημα κτλ).
Αριθμός εργαζομένων
Ορισμός 1: Το σύνολο των εργαζομένων σε όλα τα παραρτήματα, υποκαταστήματα, χωριστές εγκαταστάσεις ή αυτοτελείς εκμεταλλεύσεις της κύριας επιχείρησης.
Ορισμός 2: Νοείται αποκλειστικά ο αριθμός όσων απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μόνο στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας (έδρα, υποκατάστημα, παράρτημα, κτλ), στοιχείο που καθορίζει το μέγεθος της επιχείρησης.
Αρμόδια αρχή
Ορισμός 1: Η υπηρεσία η οποία ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 246-255 (Απόσπαση εργαζομένων) και στα άρθρα 258 (Επίβλεψη και έλεγχος εφαρμογής), 259 (Αρμόδιο όργανο παροχής υπηρεσιών) και 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).
Ορισμός 2: Το Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ [Γενική Δ/νση Περιβάλλοντος (Δ/νση Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Θορύβου (ΕΑΡΘ)] και Γενική Γραμματεία Δημ. Έργων (Υπηρεσία Μηχανημάτων Έργων)] και το Υπουργείο Ανάπτυξης (Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας - 3η Κλαδική Δ/νση Βιομηχανικής Πολιτικής και Γενική Γραμματεία Καταναλωτή).
Ορισμός 3: Ως αρμόδια αρχή θεωρείται η Διεύθυνση Περιβάλλοντος της οικείας Περιφερειακής Ενότητας.
Ορισμός 4: Σημαίνει τη δημόσια αρχή που ορίζεται και ασκεί αρμοδιότητες κατά τον παρόντα Νόμο.
Αρμόδια επιθεώρηση εργασίας
Ορισμός 1: Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) κατά το άρθρο 69 §1 του παρόντος (δηλ. ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του κώδικα αυτού και των πράξεων που εκδίδονται σε εκτέλεση του ανατίθενται στα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης) και για τον κλάδο των μεταλλείων - λατομείων - ορυχείων οι αρμόδιες για τον κλάδο αυτό υπηρεσίες ελέγχου.
Ορισμός 2: Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σε θέματα τεχνικής και υγειονομικής επιθεώρησης εργασίας μέχρι 30-6-1999 και στη συνέχεια οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 8 §8 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205/Α` 2.9.1998) «Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις».
Αρμόδιο πρόσωπο (ή άτομο)
Ορισμός 1: Το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μια ειδική εργασία, για ειδικό τύπο εργοταξίου ή εξοπλισμού που έχει πείρα ανάλογο με το αντικείμενο της εργασίας, που το καθιστά ικανό για την εκτελούμενη εργασία, και το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί κατάλληλα για να αναλάβει την εργασία αυτή.
Αρμόδιο πρόσωπο επίβλεψης των εργασιών διαχείρισης αμιάντου
Ορισμός 1: Όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 4 (Προσωπικό των Ε.Α.Κ.), παρ. 5 (Ο τεχνικός υπεύθυνος της Ε.Α.Κ., ο τεχνικός ασφάλειας και ο ιατρός εργασίας σε κάθε έργο, τα αρμόδια πρόσωπα επίβλεψης των εργασιών σε κάθε χώρο εργασίας και οι εργαζόμενοι που εκτελούν τις εργασίες διαχείρισης αμιάντου πρέπει, πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους, να έχουν εκπαιδευτεί καταλλήλως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης.) της παρούσας απόφασης.
Αρμόδιος Διαχειριστής
Ορισμός 1: Για τους σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Σύστημα απευθείας ή μέσω του Δικτύου, αρμόδιος είναι ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ Α.Ε.), σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 99 του ν. 4001/2011 (Α΄ 179), ενώ για τους σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Δίκτυο Διανομής ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 127 του ν. 4001/2011. Ειδικά για σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών (Μ.Δ.Ν.), αρμόδια είναι η ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. με την ιδιότητα του Διαχειριστή Μ.Δ.Ν., σύμφωνα με το άρθρο 129 του ν. 4001/2011, ανεξαρτήτως επιπέδου τάσης.
Αρμοκόφτης
Ορισμός 1: Κινητό μηχάνημα που προορίζεται για τη δημιουργία αρμών σε σκυρόδεμα, άσφαλτο και παρόμοιες επιφάνειες οδοστρωμάτων. Το κοπτικό εργαλείο είναι δίσκος περιστρεφόμενος με υψηλή ταχύτητα. Η προς τα εμπρός κίνηση του κοπτικού αρμών είναι:
- χειροκίνητη, ή
- χειροκίνητη με μηχανική βοήθεια, ή
- μηχανοκίνητη.
(βλέπε επίσης κοπτικό αρμών).
Άρνηση εύλογων προσαρμογών
Ορισμός 1: Για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση νοείται ως διάκριση.
Αρχείο Λειτουργίας, Συντήρησης και Συμβάντων της διάταξης ψυχαγωγίας (amusement device log)
Ορισμός 1: Φάκελος ή/και ηλεκτρονικό αρχείο δεδομένων που περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση και το ιστορικό οιασδήποτε διάταξης ψυχαγωγίας.
Αρχή εποπτείας αγοράς
Ορισμός 1: Η αρχή ή οι αρχές κάθε κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για την πραγματοποίηση της εποπτείας αγοράς στην επικράτεια του.
Αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα
Ορισμός 1: Η αρμόδια σύμφωνα με τα άρθρα 258 (Επίβλεψη και ο έλεγχος εφαρμογής), 259 (Αρμόδιο όργανο παροχής υπηρεσιών) και 265 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων) υπηρεσία, προς την οποία υποβάλλεται αίτημα για συνδρομή για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ (οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 219/2000 , Α’ 190 και το π.δ. 101/2016, Α’ 178), αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).
Αρχή σχεδιασμού
Ορισμός 1: Η δημόσια αρχή που προβαίνει στην εκπόνηση σχεδίου ή προγράμματος.
Στην περίπτωση που σχέδιο ή πρόγραμμα εκπονείται από ιδιωτικό φορέα τότε «αρχή σχεδιασμού» ορίζεται: α) η Διεύθυνση Σχεδιασμού Μητροπολιτικών, Αστικών και Περιαστικών Περιοχών του Υ.Π.ΕΝ, για τις μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης και β) η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υ.Π.ΕΝ, για τις λοιπές περιοχές της επικράτειας».
Αρχικές δοκιμές (αρχικοί έλεγχοι)
Ορισμός 1: Είναι οι δοκιμές που γίνονται πριν την έναρξη της παραγωγής οποιουδήποτε τύπου σκυροδέματος.
Περιλαμβάνουν την παρασκευή δοκιμαστικών αναμιγμάτων, σκοπός των οποίων είναι να διαπιστωθεί ότι το παραγόμενο σκυρόδεμα συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις της προδιαγραφής του σκυροδέματος. Ο αριθμός αναμιγμάτων, η διαδικασία και τα κριτήρια ελέγχου αναφέρονται στα Κεφάλαια Β5.4 και Β6.4 για το εργοστασιακό και εργοταξιακό σκυρόδεμα αντίστοιχα.
Αρχικός τεχνικός έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που διενεργείται από αναγνωρισμένο φορέα ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας απόφασης.
Ασφάλεια
Ορισμός 1: Είναι η κατάσταση όπου νιώθουμε «ασφαλείς», δηλαδή πλήρως απαλλαγμένοι από την απειλή κάποιου κινδύνου που μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό ή κάποια βλάβη στην υγεία, (κάτι που στην πράξη είναι αδύνατο να επιτευχθεί). Ως εκ τούτου, η ασφάλεια πρέπει να θεωρηθεί ως μια αξιολογική κρίση σχετικά με το επίπεδο του κινδύνου τραυματισμού ή βλάβης που θεωρείται ότι είναι αποδεκτό.
Ασφαλισμένοι
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που υποχρεούνται να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής ή από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόληση ή την άσκηση αγροτικού επαγγέλματος.
Άτομα με Αναπηρίες (ΑμεΑ)
Ορισμός 1: Τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, ιδίως θεσμικά, περιβαλλοντικά ή εμπόδια κοινωνικής συμπεριφοράς, δύναται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων αυτών στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.
Άτομο με τεχνική επάρκεια (competent person)
Ορισμός 1: Άτομο που μπορεί να αποδείξει ότι απέκτησε μέσω της κατάρτισης, των προσόντων ή της εμπειρίας του ή συνδυασμού αυτών, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που του επιτρέπουν να εκτελεί συγκεκριμένη εργασία.
Ατύχηµα
Ορισμός 1: Το εν τη εργασία ή εξ αφορµής ταύτης βίαιον συµβάν και την επαγγελµατικήν ασθένειαν.
Ορισμός 2: Ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος, επερχόµενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων εν τη εκτελέσει τας εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου δικαιούµενα πρόσωπα δικαίωµα αποζηµιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήµατος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκησε πλέον των τεσσάρων ηµερών, εξαιρουµένης µόνον της περιπτώσεως καθ’ ήν ο παθών εκ προθέσεως προκάλεσε το επελθόν ατύχηµα.
Ορισμός 3: Θεωρείται κάθε συμβάν που προκαλείται από πλωτό μέσο της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) ή του Πυροσβεστικού Σώματος (Π.Σ.) με συνέπεια:
(Ι) την απώλειά ζωής ή τον τραυματισμό προσώπου επιβαίνοντος σε πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα ή προσώπου που βρίσκεται στο υγρό στοιχείο, όπως θάλασσα, λίμνη, ποταμό, ή στον περιβάλλοντά αυτού χώρο, όπως προβλήτες, παραλίες, όχθες.
(ΙΙ) την υλική ζημιά πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος ή την υλική ζημιά του μεταφερόμενου από αυτό φορτίου και
(ΙΙΙ) την υλική ζημιά σε μόνιμες ή μη εγκαταστάσεις, που βρίσκονται στο υγρό στοιχείο ή στον περιβάλλοντα αυτού Χώρο.
Ατύχημα σε κάθε έργο
Ορισμός 1: Κάθε τραυματισμός ανθρώπου που προέρχεται, από όποια αιτία στη διάρκεια της εργασίας ή λόγω της λειτουργίας του έργου ή γενικότερα λόγω της μεταλλευτικής ή λατομικής δραστηριότητας, ακόμα και μετά τη διακοπή της λειτουργίας του έργου και μέχρι τη λήψη των μέτρων του άρθρου 86 (Γενικά μέτρα για την ασφάλεια της επιφάνειας) παρ. 7 εδ. α ́(Η ευθύνη του εκμεταλλευτή για την ασφάλεια της επιφάνειας, συνεχίζεται και μετά το τέλος του έργου, μέχρι τη συμμόρφωση με τα μέτρα που θα καθορίσει η αρμόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.).
Ορισμός 2: Κάθε βλάβη ή καταστροφή μέρους του έργου ή γειτονικού έργου που ανήκει σε άλλον εκμεταλλευτή, που οφείλεται στις αιτίες που αναφέρονται στο παραπάνω εδάφιο και επιφέρει προσωρινή διακοπή λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή χρήσης τους.
Αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση
Ορισμός 1: Η δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, που πραγματοποιείται χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ή πρόσκληση, με αφορμή την επέλευση συγκεκριμένου αιφνίδιου γεγονότος, κοινωνικής σημασίας.